Tuesday, January 5, 2016

CE QUI EST FAIT N' EST PLUS À FAIRE




Στην αρχή, λέγεται, σπάζανε τις πέτρες 
Στα λατομεία και τις μοιράζαν αφειδώς

Στο πλήθος που σ' ένα μεγάλο μέρος του
Ταξίδευε από μακριά στον χρόνο, συχνά

από κάθε αιώνα για να 

παραλάβει

Μία ή δύο· περισσότερες δεν επιτρέπετο·
Αυτές οι μία ή δύο πέτρες παρέμεναν για

Πάντα δίπλα τους ως ακρογωνιαίοι λίθοι
Των εαυτών τους, σπανίως προσέτρεχαν

σε αυτές·

Κάποια στιγμή, ωστόσο, σπάσανε το ίδιο

Το λατομείο, το οποίο, αξίζει να αναφερθεί
Ακόμα, ήτανε τόσον αρχαίον όσον και ένας

Δίφθογγος· εκεί στα ερείπιά του ανεφάνη
Αίφνης ένας κρυμμένος κήπος όπου έπνεε

Χρυσόσκονη σχηματίζοντας ολοένα στον
Αέρα σαφή γράμματα ανά σχηματισμούς 

ιπταμένων λέξεων·

Επρόκειτο περί διαφόρων ονομάτων, επί 
Παραδείγμασι διεκρίνοντο σε μια πρώτη

θέα τα

Ονόματα: Áedán, Bréannaine, ArnÞór, Unnur,
Ödön, Αριστόδικος, Διηδάμεια, Γύης, Fabricius,

Caelia, Bogumil, Aishwarya, Nanda, Mahavira,
Aravaoshtra, Dainghufrâdah, Srutô-spâdha,

Kęstutis, Vildautas, Kumarappavoo, Kubendra,
Zhuang, Buwei, Naranbaatar, Tsetseg, Hanaku,

αλλά και πολλά πολλά άλλα·

Υπήρχαν ακόμα επιλεγμένες ονομασίες εννοιών
Kαι ορατών πραγμάτων, υπήρχαν και ονόματα

Για το άρρητο όπως και μη ονόματα για τα ήδη
Ρηθέντα, αλλά και πολλές αποθήκες ονομάτων·

Ανά στιγμές κάποιος ή κάποια από το πλήθος 
Σαν από σειρά αναμονής έτρεχε γρήγορα και

'Εμπαινε στο κήπο απ' τον οποίο άρπαζε ένα 
Όνομα γελώντας, και έφευγε για την μεγάλη 

πόλη του κόσμου που εκλήθη

 Περσέπολις σε όλους τους αιώνες·

Περαιτέρω όμως, ήτανε, λέει, ο θεός ο οποίος
Αποφάσισε τελικώς να μην συμπλακεί μ' αυτή 

την άγνωστη Δύναμη 

αλλά να διαπραγματευθεί

μαζί της,

Ήταν βέβαια κι οι άνθρωποι που 'μοιάζαν τώρα
Με γέφυρες, μα κυρίως, ήταν το παλαιό σκότος,

Ακόμα περισσότερον απειλητικό απ' ό,τι άλλοτε,
Αλλά κι ομολογουμένως, σπανιότερο και κάποτε

μάλιστα, λόγω της σπανιότητάς του, 

πολυτιμότερο·

Όταν οι άνθρωποι

Εντόπιζαν ολόκληρα κομμάτια σκότους στα βουνά
Και στις χαράδρες, εξεπλήσσοντο, τρόμαζαν, ή και

χαίρονταν ακόμα,

Όμως δεν τα πείραζαν

και τα προσεκόμιζαν στον Ωκεανό·

Έκτοτε είθισται οι ευρόντες να καλούνται ποιητές
Τα δε ατόφια κομμάτια σκοταδιού που ενετόπιζαν, 

να καλούνται όχι ακριβώς τα ποιήματα

αλλά μάλλον,

η ελπίδα

Που επέφεραν τα ποιήματα παραπλεύρως στην Ανθρωπότητα, έναντι της φωτεινής, πλην όμως

επικίνδυνης ζωής

Που προσέφερε αυτή η ισορροπημένη φρίκη
Του συνδιαλέγεσθαι

σε μιαν ανησυχητικά άμεση, σχεδόν μαγεμένη,

ετοιμότητα απόκρισης στο κάθε τι·