Monday, August 17, 2015

ANUPRIYA



Έρμιχ, οι νύχτες του κόσμου είναι σαν
Μια μεγάλη αστρική λεκάνη στο μέσον

Του θλιπτικού, κυλιομένου ωκεανού των
Μορφών και εν αυτή τα αδρά μηνύματα 

των ουρανών είναι τόσα, όσα

Προλαβαίνει σίγουρα ο άνθρωπος να μην 
Κατανοήσει· μα υπήρχαν ανέκαθεν μέσα 

Σ' αυτό το παγκόσμιο κωδωνοστάσιο της 
Ομιλίας, οι πιο υγρές αείρρευστες φωτιές 

του Βραχμαπούτρα και του Γάγγη:

Δεν είναι δύο οι ποταμοί· είναι μία η αμνησία!
Και ο ένας εξ αριστερών της ζωής, ο δε άλλος

Εκ δεξιών μυριεκατομμυρίων θανάτων που
Δεν ήταν καν θάνατος, όσον και αν η θλίψη

Των ανθρώπων τους έβλεπε ως πραγματικούς
Μέσα σε μιαν απροσπέλαστη λιτανεία τρόμου

Στους πρόποδες του υπνωτισμένου Μερού·
Γιατί όταν ένα βουνό κοιμάται, οι θεοί τότε

Ξαγρυπνούν ανάμεσα στους ανθρώπους και
Διαμοιράζουν παντού τις γλυκακάνθους του

πεπρωμένου,

Αργά παγιδεύοντάς τους σε μια σκλαβιά
Κι ελευθερία που ακόμη δεν γνωρίζουμε,

Έρμιχ,

Είμαστ' εραστές μιας φωτεινής λυκαψίας
Στις σιγηλές, ιερατικές στέππες της ζωής,

Και 

Ό,τι μας απομένει δεν είναι παρά μια
Ανθρώπινη αγκαλιά, και ακόμα, ένας

επικίνδυνος εναγκαλισμός του θεού,

Του έλεγε, σαν μέσ' από μακρινό όνειρο
Και από μισοσβησμένους αιώνες, με την

Κελαρυστή φωνή της να ορίζει το σφρίγος
Της αμιγώς ινδικής καλλονής της Maya, μα

Και τ' άφθαρτο στέγαστρο μιας σανσκριτικής
Εύας, στις αρχέγονες οροσειρές μιας μαγείας

Τόσον ισχυρής που άστραπτε στα μάτια της
Ωσεί φως κηρού, παραδόξως ισοθέου με τον

ήλιο,

Καθώς, η λεία, ίσια μύτη της ώριζε το ευαγγέλιο
Του πόθου σε κάθε προπαγιδευμένη στο αόρατο

ανθρώπινη φυλή·

Έξω από το παράθυρο, η οικουμένη εφαίνετο
Σαν σε μία και μόνον θέα· οι άνθρωποι δριμείς 

πηγαινοέρχονταν στους δρόμους 

σα διψαλέα φαντάσματα,

Ομιλώντας, γελώντας, σκυθρωπιάζοντας,
Λογομαχώντας, επαινώντας, φωνάζοντας,

Την δε ιερή κουρτίνα 

Του αρχαίου παραθυρίου από πάνω τους,
-κατά τα ειωθότα της βιαστικής λησμονιάς

που τους κατέτρωγε-,

Μην γυρνώντας ούτε μια στιγμή για να
Προσέξουν

ακόμα πιο λανθασμένα  απ'

όσον κοιτούσαν πάντοτε εμπρός τους·