Monday, August 24, 2015

ANUPRIYA II ή Η Σιωπηλή Τελετή




Κατά τις λυσίκοσμες ώρες της εσπέρας, 
Όταν τα χρώματα της Γαίας ξεκινούσαν 

Σιγά σιγά να αποχωρούν απ' τις μορφές 
Και τα πράγματα, κι ολόκληρη η ζωή να

Ετοιμάζεται να διαφύγει σε μιαν άγνωστη
Ακόμα χώρα, όσον και αν οι άνθρωποι την

Θεωρούσαν γνωστή, και όπου το φως πια
Δεν ώριζε και δεν περισυνέλεγε τίποτε το 

ον

Ει μη μιαν ελάχιστη ακτίνα θέας στο ίδιο
Πάντοτε προγαμήλιο αρχαίο σκοτάδι των

οφθαλμών,

Η σκιά της νέας γυναίκας εφαίνετο στο
Όραμα των εθνών σαν μελανογάλακτη 

καμπύλη λεπτή, μαγνητική,

στις όχθες του ποταμού Βραχμαπούτρα,

Ενώ το πλήθος από μακριά εφάνταζε ωσάν
Μια θαμπή φωτιά στην απώτερη άκρη της 

αιώνιας γήινης γιορτής

Που ολοένα ξέφευγε σαν μοναχικό σκυλί 
Προς την λήθη· φύσαγε πολύς αέρας σαν 

μέσα απ' 

Την πιο μυστική κρύπτη του Χρόνου και
Εκείνη αφού ατένιζε επ' ολίγον αμήχανα

σαν στο πουθενά κάθε όντος,

Γυρνούσε και κοιτούσε κατάματα, αν όχι
Τον θεό, τότε, σίγουρα, τον έρημο εξώστη

του·

Ήταν όμορφη, όπως και η Bengali γλώσσα
Που ομιλούσε συνήθως λίγο πιο πάνω από

Το ψιθυριστό επίπεδο προεκφοράς, ενώ τα
Χείλη της ήτανε τόσον ροδόφωτα όσον και

η λέξη

ποταμός,

Απαλά αφημένη θεά στα περιστύλια του
Βασιλεύοντος ηλίου, ένα ολόσωμο Είναι 

της αυτόνομης νηφαλιότητας των ανθέων

Η οποία συνεδηλούτο από την εξαιρετικά 
Λεία φωτοφάνεια της σαρκός της, που την

Επισημοποιούσε ως εάν ήταν νύμφη ενός
Κόσμου πολύ πιο λεπτεπιλέπτου από τον 

Δικό μας, σχεδόν αοράτου καίτοι ορατού 
Δια του γυμνού, πλην όμως όχι οφθαλμού,

Τα δε μάτια της  - δύο πίδακες αγάπης,

Το φως της ευώδους ανάσας της, λευκό,

Οι πατημασιές που άφηνε εκτοξεύανε την
Άμμο ενός εγκαταλελειμμένου σύμπαντος

πίσω στον παράδεισο,

Και η αγκαλιά της,

Η αγκαλιά της -

ο πιο ξαφνικός, αναπάντεχα αισθητός, κήπος 
Μέσ' στη βαθύτερη, 

αλλ' όχι γι' αυτό σιωπηλή,

Νύχτα της ανθρώπινης αμνησίας·