Thursday, December 18, 2014

Ο ΛΑΠΙΣ ΚΑΙ Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ


Είσαι μανιώδης σκακιστής, Ένς, και ότε
Κινείς τους πεσσούς, θυμίζεις δύτη που

Πέφτει απ' τον βατήρα προς ένα κάτωθεν
Νέφος αχανές της συνόλου ανθρωπότητος 

Και 

Εξέρχεται μ' έναν Ύαλο Πυρός στα μάτια
Μέσω του οποίου κατοπτρίζει την σκέψη

του και μόνον·

Για σένα 

Ο κόσμος όλος δεν είναι παρ' ένα παίγνιον
Και θέατρον του Μυστηρίου, και εξ αυτών

Θυελλωδών των αναμνήσεων, όχι σπάνια 
Η τακτική σου είναι καταιγιστική, πλήρως

Επιθετική με αλλεπάλληλες θυσίες, θα 'λεγα, 
Όχι πλέον βαρέων κομματιών της σκακιέρας,

Αλλά κομματιών του δικού σου εαυτού που
Τα λογίζεις ώσπερ έρμα αγνώστου Εδέμ σε

Όραση της αληθείας ενός συμπαντογόνου
Ιωβηλαίου μηκέτι ανήκον, Ένς, -  μα είσαι 

αλλόκοτος

Τόσον, ώστε θα ενόμιζε κανείς πως λύεσαι
Και ανασυναρμολογείσαι ανά πάσα στιγμή

Λελογισμένου του χρόνου τούτου, ο οποίος
Μέχρι τούδε επιφέρει στους ανθρώπους τα

Όνειρα επ' ονείρων, μηδείς ωστόσο νοώντας
Εξ αυτών πως άλλο τι δεν συνιστούνε πάρεξ 

τα μη ορατά σύρματα

δεδεμένα επί ομιλούσης μαριονέττας·

'Ελεγε ο γηραιός κύριος Ίστ ο προπονητής 
Καθώς συχνά διέκοπτε τα ίδια τα λόγια του

για να πιει από

Το γεώδες μπράντυ του, και καταμεσής μιας
Συνόλου εορταστικής συναθροίσεως η οποία

Θύμιζε ανοιχτόν περίβολον της Τροίας ολίγον
Πριν υποδεχθεί έναν δούρειον ίππον· επιπλέον

Ένς,

Η γυναίκα με την οποία είσαι παντρεμένος εδώ
Και χρόνια αρκετά σε έχει σαν θεό της, όμως τι

Ακριβώς είναι αυτό που σε κάνει πλάνητα επί
Της Γαίης κάποιον αδιανόητο θεό θηρεύοντας

Που κατοικεί ανάμεσα στο χάσμα που ανοίγουν
Μεταξύ τους ορατό και μη ορατό ότε επιθυμούν

Να παίζουν ώσπερ παιδία, τούτο ασφαλώς δεν 
Πρόκειται να τ' αναζητήσω στην κατά τα άλλα 

λογοτεχνική σου φύση, 

Διότι γνωρίζω καλώς ότι δεν τρέφεις ιδιαίτερα 
Μεγάλην εκτίμηση για λογοτέχνες και γραφείς

Και ως προς τούτο, άδικο δεν μέλλω να σου
Δώσω, γιατί έτσι κι αλλιώς βρίσκω πληκτική

Και ψιλική την λογοτεχνία εξαιρουμένων των
Όσων που είτε γνώριζαν σκάκι είτε όχι, μόνον

Εξ ανάγκης εστράφησαν προς αυτήν για να
Περιγράψουν μια φωτιά 'πό τα ουράνια που

Ακόμη δεν ανεγνώριζαν ως ιδική των και την
Απέδιδαν σε κάτι έξω από αυτούς· όμως, Ένς,

Έχω την εντύπωση πως η απέχθειά σου για το
Αλκοόλ ουδόλως ταιριάζει στη σημερινή μέρα,

Μα πιες επιτέλους κάτι, 

Έλεγε 

Κι η μορφή του καθίστατο με την πρόοδο της
Ώρας, ολοένα πιο ασαφής και υποσχηματική,

Ως εάν φάντασμα ενός καιρού αρχαίου που μια
Βεβιασμένη συστροφή του μεγάλου κοχλία του

κόσμου  

Εξετίναξε αίφνης στην σκακιστική αίθουσα,

Ως κάποιος Χείρων του οποίου το υπόλοιπον
Σώμα κάτωθεν της κεφαλής δεν ήταν εκείνου 

ενός ζώου

Αλλά μιας σκακιέρας με τις τέσσερεις γωνίες
Αυτής να μνηματίζουν τα τέσσερα πόδια ενός

σοφού κενταύρου,

Ως εάν, ακόμα, είχε απωλέσει το τόξον του
Αναζητώντας να το θυμηθεί απ' εκείνο που 

είχε στα χέρια του ο συνομιλητής του,

Τόξον, βραδύ και ταχύ, σκευασμένο από λέξεις
Και μυστική φωτιά στην καρδιά προς μιαν αιεί

παρούσα αγαπημένη όραση και θέα,

Η οποία καίτοι μπορούσε ασφαλώς να πάρει την
Μορφή κάθε γυναικός συμπεριλαμβανομένων κι

Εκείνων που παρευρίσκοντο στην κατά τα άλλα
Εύθυμη μάζωξη των σκακιστών, ενέμενε ωστόσο

σκοτεινή, αινιγματική 

 μαύρη βασίλισσα 

Πάνω σε μη ορατή πλην εγκοσμιοτάτη σκακιέρα 
Τρελλών, ανεστίων οφθαλμών που γυρεύανε την

ψυχή τους

Σ' αλλεπάλληλες κινήσεις στίχων-πεσσών, όσον
Στον κόσμο ακόμα εκπεσών καιρός διαρκούσε·