Tuesday, August 19, 2014

ΑΙΤΒΑΣ



Κατά την δε μεγάλη νύχτα του θέρους
Η ονειρική υδρόγειος ανεφάνη αίφνης

πως έπαυσε να περιστρέφεται·

Οι άνθρωποι εξήρχοντο ταχέως απ' τις
Σπηλιές και τα βυθισμένα αυτοκίνητα,

Ωσεί ψίθυροι συνομιλιών στον γαλαξία 
Και κατέφευγαν στη κοίτη του αρχαίου

Ποταμού Ηριδανού, ο οποίος έφαινε
Πλέον ως θερινό καταφύγιο ενόντων

των ονείρων του πληθυσμού της Γαίας·

Εκεί οι περισσότεροι προσπαθούσανε να 
Περάσουν την Ώρα τους που δεν υπήρχε 

Κοιτώντας επίμονα την κεκλιμένη έρημο
Καθώς εξετείνετο δυτικά των λέξεων και

Χέετο ως εάν ωκεάνεια κλεψύδρα προς τις 
Εννοιοδοχές που συνεκρατούντο εν ομηρία

κλειστές 

στα ισάριθμα μυαλά τους·

Οι άνθρωποι σε αυτή την κατάσταση δεν 
Ημπορούσαν να διακρίνουν τις λέξεις απ'

την

ηχολαλία τους

Και ο κόσμος καίτοι έσχε καταρρεύσει στο 
Πλέον μνημειώδες και αρχέφωνο σκοτάδι, 

Εν τούτοις προμήθευε ακόμα κατά το ήδη
Φαίνειν στους ανθρώπους όχι τα γεγονότα 

ακριβώς

Αλλά τον ομιλούντα ή γεγραμμένο ύαλο 
Και την ασύντακτη υπνοφασική θλίψη·

Συμπαρακειμένως δε του όλως ερημικού
Παγκοσμίου τοπίου υπήρχε και η Φωτιά

Που κατέτρωγε σιγά σιγά πάντα τα ορατά 
Αφήνοντας στο θρυλούμενο πέρασμά της

Μια κρυσταλλόχρυση άμμο που 'λαμπε
Μέσα στη διαρκή νύχτα του κόσμου σα

ζωντανή σκέψη ·

Οι άνθρωποι πλησίαζαν εκεί με προσοχή
Περαιτέρω φοβούμενοι για την τύχη του

σταματημένου σύμπαντος,

Δεν τολμούσαν να την αγγίξουν όμως: την
Παρατηρούσαν συνεχώς ως εάν ανέμεναν

Κάτι να αναφανεί εξ εντός της το οποίο
Πιθανολογείτο ανάμεσα σε ζωή και ζην·

Οι ώρες, οι μήνες, τα χρόνια, οι αιώνες
Πλέον δεν υπήρχαν, ο δ' ήλιος φαίνετο

Ακόμα στο στερέωμα καρφωμένος στο 
Ίδιο σημείο· ο πλήρης κόσμος ενέμενε

ακίνητος

Μα παραδόξως εκκρεμής,

Στις άηχες, μη διορατές ταλαντώσεις του,
Μηκέτι αφήνοντας  ευκόλως ν' ακουσθεί

Το μέγα τάλαντο και δαιμονική δεξιοτεχνία
Ενός Μυστηρίου που ναι, μεν, όπως εφάνη

επήρχετο και κατεκυρίευε τις υποστάσεις,

Χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει αυτόματα
Μιαν άλλην, επί τούτου άμεση κοσμογονία·

Το δ' επιζητούμενο των ημερών άλλοι το
Απέθεσαν ευλαβικώς στα χέρια του θεού,

της μοίρας ή των περιστάσεων

Και άλλοι προσπαθούσαν εις μάτην να το
Αγνοήσουν συνεχίζοντας την ιδία ούτως ή

άλλως φασματική ζωή 

στην λήθη 

της παρομιλίας και του λαθρενεργείν,

Το ένα προνόμιο του νυν νοείν που 'χε
Αποφασιστικά διαφύγει από την άμμο 

Της Λερναίας Κλεψύδρας μιας κτίσης
Που ολοένα και κατέρεε ωσάν χάρτινη

λαίλαπα των ονείρων,

Μην αφήνοντας παρά στα χέρια 

Οποιουδήποτε κατ'  εκείνες τις ημέρες
Που ακόμα κι αν δε ξεκινούσε αμέσως

προς τι, ό,τι ως, άγνωστο κάτι,

Μηδαμώς θα είχε ωστόσο κάποιον λόγο 
Στ' αφημένο άδειο κέλυφος του Χρόνου 

οπίσω να κοιτάξει

για να εννοήσει πλέον τίποτα·