Tuesday, November 12, 2013

ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ Η ΕΣΠΕΡΑ ΤΗΣ ΙΕΜΕΗΣ

 

Ερχόμαστε στον κόσμο όπως οι
Ηλιακές πνοές του ονείρου, και

Σα νιόφυτα δένδρα απλώνουμε
Τις φυλλωσιές μας στη σιωπηλή

Γαία

Ωσεί σκεπή της αχρονίας υπέρ
Την νύχτα της ομιλίας, Ντρόεμ,

Και παραμένουμε εκεί έως ότου
Μια τυφλή ποίηση μιλήσει μέσ'

Απ' το Νου μας και αναδιατάξει
Την σάρκα μας στους πευκώνες 

της εγγύτητας

των ουρανών,

Και να γινόμαστε κάποτε το φως
Μιας τόσον αμείλικτης αστραπής

μέσα στην ειρκτή ύπαρξη

Που αμέριμνη λαγοκοιμάται στις
Καθημερινές λαιστρυγονίες μιας

ισημερινής θλίψεως,

Ντρόεμ,

'Ομως,

Και εσύ ποιητής είσαι, ωστόσο,
Αποστρέφεσαι τις αναγνώσεις

Της τρεχούσης ποιήσεως· ποίηση
Για σένα, Ντρόεμ, είναι να κτίζεις

μόνο την δική σου

σε ιδιωτικές φυτείες λέξεων

και εννοιών, 

Ό,τι άλλο σου είναι αδιάφορο ως
Ενοχλητικό, ως εάν ήτανε φύκια 

Χύδην ασύστατα και περιττολογικά
Μέσα στην γραμμωτή θάλασσα του 

εαυτού σου,

Και είναι αλήθεια 

πως οσαύτως

Αποφεύγεις να συναναστρέφεσαι
Λογοτέχνες τους οποίους θεωρείς 

κατά κανόνα

Όχι ιδιαίτερα έξυπνα άτομα και σ' 
Αυτό οφείλω να σου δώσω δίκαιο 

όχι

Πλείον ενός αμφίσημου αφορισμού·
Και αντ' αυτών προτιμάς να παίζεις 

σκάκι 

και να περιπλανάσαι 

στο

Δρόμο κατά τις εσπέρες ου μην
Αλλά και τις βαθείες νύχτες, σε 

επίμονη

Θήρα της Ομορφιάς και μιας πιο
Καταδρομικής χρήσης του Λόγου

Που έως άρτι, είναι αλήθεια πως
Σπαταλάται απ' τους ανθρώπους

Στα βότσαλα των σημασιών αλλ'
Όχι όμως και στους κρημναίους

αιθαλώδεις βράχους της Έννοιας·

Και τι είναι η Έννοια, αν όχι κείνο
Το νέκταρ που δεν αναβλύζει από

Τις 

Ίδιες τις λέξεις, αλλά μάλλον από
Τα συγκείμενα φαντάσματά τους, 

Ντρόεμ,

επειδή,

Η Φιλοσοφία είναι αυστηρή τέχνη,
Όπως ακριβώς παίζεται στο πιάνο

αυτό το κομμάτι του Μπετόβεν,

έλεγε μη χαμογελώντας,

Και τα πανέξυπνα φωτεινά μάτια 
Της έδειχναν να σπινθηρίζουνε σε

Αλλόκοτους κόσμους, των οποίων
Η μαγεία είχε ήδη παγιδευθεί στις

Παρτιτούρες που είχε ενώπιόν της·
Η δε λεπτή μα παρά ταύτα έντονα 

Καμπυλωτή θηλυκή κορμοστασιά 
Της ωμοίαζε με ωραιότατον κύκνο 

που ωμιλούσε

Με νότες προς τα αστέρια όλων των
Κεκρυμμένων γαλαξιών της νύχτας,

ενώ τα

Νευρώδη και ισχυοτρόπα χέρια της
Καθώς κυμάτιζαν επί των πλήκτρων

Μπορεί και να συνιστούσαν οσαύτως
Μι' αφανέστερη συνωμοσία αρπαγής

της ζωής 

Από την μέγγενη

Κάθε τυχάρπαστης ανοικειότητας του
Κοινωνείν στις πληθυσμιακές ερημίες

των λωτοφάγων της τέχνης,

Και ό,τι ακουγότανε από το πιάνο πλέον
Σίγουρα δεν ήταν μουσική, αλλ' Έννοια

Και πέπλο φωτιάς ενός κόσμου που δεν
Θα μπορούσε παρά να κρύπτεται εντός

Αυτού του παροραματικού κόσμου, του
Φαινομενικώς πρώτου ισχύσαντος στην 

οικουμένη,

Και κατ' έθος ανακυκλούντος τα ακόμη
Φαινομενικότερα γεγονότα των βιωτών

ημερών 

Καθώς το μέγα μυστήριο μιας μη λέξης 

που ωστόσο λέγεται

Διόλου δεν φάνηκε ποτέ να παίρνει
Σοβαρά μιαν ολονυχτία σύμπαντος 

διαρκέστερη στην ανθρωπότητα

Που λογικά θα πρέπει να συνήθισαν
Τα μάτια της στο σκότος τόσον ώστε

Την 

Παλαιόθεν σφόδρα, εξ αιώνων ίσως,
Έλλειψη του Φωτός στις λέξεις της, 

Να τη βλέπει μεν εμπρός της τόσον
Σταθερά 

χωρίς αλήθεια ωστόσο

σταθερές εξίσου λέξεις·