Monday, August 5, 2013

MAGNA CARTA

  
Υπήρχε ένα νησί στον ουρανό προς
Το οποίο οι άνθρωποι κατέφθαναν

Συνήθως κατά τις νύχτες πετώντας·
Η στεριά του ήταν κεχωρισμένη του

Υπολοίπου σύμπαντος και των εν
Αυτώ γαλαξιών και συναστρικών

περιοχών

με μια

Απέραντη πορφυρή θάλασσα στα 
Νερά της οποίας οι αφιχθέντες και

Μετά 'πό μια μικρή αναμονή στο
Νησί, εδύοντο και κολυμβούσαν·

Στο 

Δε στερέωμα υπήρχανε δύο ήλιοι
Δίδυμοι των οποίων το ισχυόθυμο

Μαύρο φως τους που προσέπιπτε
Στα ανθρώπινα μάτια ως χρυσούν

Δημιουργούσε άπειρες ανακλάσεις
Υπ' αντανακλάσεων επί των οιονεί

Διακριτικών ρυθμικών κυμάτων που
Προσέφθαναν στην ακτή ως εάν μια

Τρυφερή υπενθύμιση ενός ονείρου
Δημιουργιών επί των δημιουργιών

Συνεχιζομένων μέσα στην ψυχή του 
Καθενός ξεχωριστά ωσεί μη ληπτός

Μύλος αγαθός των Επιέλξεων,

αλλά

Και μιας ασύλληπτης για το μυαλό
Ατάραχης Παγκόσμιας Αγάπης που 

Θέρμαινε τις ραχοκοκκαλιές όλων
Των υπνοβατών επισκεπτών σ' ένα

Πανηλιακό Δίκτυ και σε ακαριαίο
Φωτοβόλημα μες στις πανοραμίες

Που'βλεπαν μονίμως εμπροστά τους·
Το όλο υπερόραμα κάποτε καθίστατο

μια οικεία λάμψη που φάνταζε πέρ' 

από την

Αλήθεια και το Μύθο και πιο πέρα
Ακόμη από την θνητή ζωή και τον 

βιωτό θάνατο·

Ολίγον δε από την ακτή εκκινούντο
Πελώρια αλπικά δάση που χάνοντο

Στα άστρα σαν σκέψεις αγνώστων 
Θεών που παραμονεύαν έξω απ' το 

Χρόνο,

ενώ

Τα πλήθη συνέρεαν σ' αυτούς τους
Μαγικούς δρυμούς και βγαίναν απ'

την άλλη μεριά πίσω

πάλι στον κόσμο 

της οικείας καθημερινότητας·

Από το ταξίδι συνήρχοντο όλοι
Αθροιστικώς εν ταυτώ· ως ένας 

ομού

πληθυσμός της Γαίας

Κι επ' ολίγον κοιτούσαν ο ένας τον
Άλλον απορημένα και ανιχνευτικά·

Δεν ήτανε σίγουροι για ποιο λόγο
Έπρεπε να υπάρχουν αυτοί και οι

άλλοι,

Δεν ήταν καθόλου βέβαιοι, με την
Νυχτερινή πτήση τους δεδομένη

και

Έστω αμυδρώς περιερχoμένη στη
Μνήμη τους ως εάν από μακρινούς

Αιώνες στο μυαλό τους, για το τι
Ακριβώς έπρεπε να ζήσουν, έτι δε

Ως προς τι έπρεπε να συμπράξουν
Μετά των συμπαρακειμένων όλων

Που εφάνταζαν εμμένοντες στην
Ίδια απορία, σχεδόν χαυνωμένοι

εν πλήρη και συντόνω οξυνοία

αλλά και διαγνωστική απαθώς

προσπαθεία·

Τελικώς απεφάσισαν να κινηθούνε
Προς τι, οίον δη, εν αρχή και τάσει

Ωμής πραγματώσεως επί της όλης
Ακατεργάστου επιφανείας της γης

Ώστε να συναντήσουν κάποτε το τι
Υπήρχε στην θρυλουμένη άκρη του

Χρόνου·

Την κίνηση αυτή, 

άλλοτε οι ιστορικοί την απεκάλεσαν

πρωταρχική συσσώρευση,

Και άλλοτε οι ποιητές, κατά πολύ
Πιο υποψιασμένοι,

νοσταλγία,

Χωρίς να ξέρουν ακριβώς

Τι εσυσσώρευαν και νοσταλγούσαν τι,
Χωρίς, εν πάση περιπτώσει,

έστω για την 

τιμή του μη θεαθήναι

Να κάνουν τον κόπο να ρωτήσουν
Τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά·