Friday, June 28, 2013

ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ



Το μεσημέρι στην πόλη ήταν απρόσμενα
Αποκαλυπτικό·  οι άνθρωποι ομιλούσαν

Μεταξύ τους μονάχα στα λατινικά ενώ
Απευθύνονταν στους περιπτεράδες στη

Νοηματική γλώσσα· οι δε καφετέριες στη
Φωκίωνος Νέγρη είχανε πλημμυρίσει από

Λωτοφάγους οι οποίοι και επεδείκνυαν τα
Βιβλία και τα σι ντι ο ένας στον άλλον σαν 

μήλα,

Ενώ στο συντριβάνι είχε φανεί ο μεγάλος
Κρατήρας του Κόσμου εξ όπου εισήρχετο

ξανά ο Χρόνος 

Βγάζοντας σαν πυκνή λάβα απ΄ εντός του
Τα θερμά ρεύματα των γεγονότων μαζί με

Τις δικτυακές πρωτομορφές αιτιότητας που
Συγκρατούσανε σαν τσαμπιά από σταφύλια

τις άπηκτες κεφαλές των Γενεών· 

Έμοιαζε σαν ο κόσμος να εκκινούσε ξανά
Όχι από την Αρχή αλλά από οποιοδήποτε

Μέσον

και

Ως εάν προσπαθούσε η πραγματικότητα
Να ορίσει ένα νέο Νόμο μην ευρίσκοντας

Πλέον σταθερό έρεισμα στην απρόσκοπτη
Χρονική συνέχεια στην οποία είχε εθιστεί 

Παλαιόθεν,

Μα κυρίως έμοιαζε ολόκληρος ο συνωστισμός
Των ανθρώπων, ο οποίος καίτοι υφίστατο τις 

μεταμορφώσεις

Εν τούτοις δεν τις κατείχε συνειδητώς μηδέ
Και ηδύνατο να τις ελέγξει προς όφελός του,

ωσεί

Η Παραβολή των Μωρών Παρθένων·

Δεν ήταν φανερό αν ανάμεσα στους χρόνιους
Υπνοβάτες, υπήρχε ένας που θα μπορούσε να

κερδίσει τη Στιγμή

σε ένα σύμπαν που συσσώρευε Χρόνο 

μόνον γι' αυτήν,

Και διόλου βέβαιον αν κατενοείτο πως όποιος
Κερδίζει τη Στιγμή κι όποιος την χάνει, έχουν

ένα κοινό:

ο υπόλοιπος χρόνος του βίου των

δεν μετράει·

Και ολοένα ο Κόσμος συνέχιζε να προσπερνά
Τον καθένα που θα μπορούσε να τον αρπάξει

ακόμα και  μ' ένα απλό χασμουρητό·

Και ολοένα οι άνθρωποι παρέλυαν,

Παρέλυαν και ονειρεύονταν·