Friday, September 14, 2012

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΦΘΙΝΟΠΩΡΩΝ

Κατ' εκείνο το ιδιαζόντως νωχελικό
Φθινοπωρινό βράδυ ο κόσμος ήταν

Όλως απορροφημένος στις ήρεμες
Συζητήσεις και τις κατά το πλείστον

Ανειρμικές συμπαραδηλώσεις των
Νοημάτων και των πορισμάτων· η

Ζωή έδειχνε αυτή τη φορά καθαρά
Ανθρώπινη και ακόμη περισσότερο

αυτοσκοπούμενη

Δίχως καμμία επειγότητα και βιάση
Προς τα ατμώδη συμβεβηκότα του

χρόνου,

Ει μη μόνον με το ζωηρόθυμο κλέος
Της αυθορμησίας ότε αυτή σωρεύει

με χαρωπή οντοφρένεια

την μία φωταυγή ομιλία πάνω

στην άλλη,

Ενώ οι άνθρωποι είχαν σαφώς διεγγίσει
Την ευκρινέστερη εικόνα μιας Αλήθειας

Με διακριτικό τρόπο πιο αληθινής της
Δεδομένης από τον έξω συμφυρμό του

πραγματικού,

Την οποία, ακόμη, δεν θα είχε λόγο να
Την αιτήσει κάποιος συνειδητή· άπασα

Η συνομήγυρις των παρευρισκομένων
Διακριτή ανά παρέες και μεμονωμένα

άτομα

Συνήθροιζε μια υπαρξιακή δημοκρατία
Του Καφέ, το οποίο εν συνόλω μάλιστα

εφάνταζε

Ως το τελικό καταστάλαγμα της Ιστορίας·
Τα δένδρα με τα πελώρια φύλλα τους δεν

Εκάλυπταν τίποτε άλλο ει μη εαυτούς που
Είχαν αφεθεί προσώρας έξωθεν του Οίκου

Ενώ οι σερβιτόρες όμοιες με χερουβείμ στην
Όλως αιφνιδίως περιστασιακή αυτήν Εδέμ

Προσήνεγκαν τον ένα πλήρη δίσκο μετά
Τον άλλον ωσεί αγγέλματα αληθή εκ των

πλέον

Απροσίτων και δυσθεωρήτων επιτελείων
Μιας παγκόσμιας ψυχής κι ενός ραγδαίου

οίστρου

που συνετελούντο

Θα έλεγε κανείς σχεδόν αυτοματικά με την
Οιονεί ατομικότητα του καθενός· εν τη δε

Κατειλημμένη αιώρα γλυκοεστάλαζε ουσία
Των ανθέων η νεαρή θηλυκή φωταψία του

Έρωτα,

Στίλβουσα και σεληνόχρους η επιδερμίδα
Της και με την κορμοστασιά μιας άθικτης

στο χρόνο

Αγάπης

Εφάνταζε ως η δικαίωση κάθε τάσης για
Μορφή στο κόσμο, μια απτή αυτοτέλεια

και αυτενδελέχεια

για το λογαριασμό παντός ορατού·

Ον και μη ον, υπάρχει θεός ή δεν υπάρχει,
Έχει λόγο η ζωή ή δεν έχει, ποιο το νόημα

Της Ιστορίας και αν πραγματικά υπάρχει,
Αυτά και άλλα πολλά τα των ανθρώπων

κοινά ή όχι

ερωτήματα

Όσο προχωρούσε η ώρα

Γινόταν ολοένα και πιο φανερό πως η
Παρακείμενη λεωφόρος αδυνατούσε


Να τα υπενθυμίσει μέσα από τις κόρνες,
Τις συγχισμένες βοές, τα φρεναρίσματα


Και τις επιταχύνσεις των επιβιωτών ωρών
Προς ένα εξέφωτο των θαυμάτων τέτοιο,

Που ποτέ δεν φάνηκε πως χρειαζόταν
Κάτι περισσότερο από τον εαυτό του

για να υπάρξει·