Tuesday, June 26, 2012

Ο ΕΝΤΟΣ ΓΑΛΑΞΙΑΣ

Πάντοτε, έλεγαν, θα υπάρχει ένας
Ατέλειωτος ορίζοντας στο βλέμμα

των ανθρώπων όταν

Ο κόσμος μετακύπτει στην αγάπη
Από την δρακόντεια ύπνωση των

αισθητών,

Όταν

Η νύχτα εμμένει πιστή στην ζωή
Των σκορπισμένων φώτων στον

λειμώνα

μιας παγκόσμιας άνοιξης

Και η ημέρα επιθεωρεί τις σιωπές
Στις ξεθωριασμένες πόλεις και τις

τελετουργίες του Λόγου

ενός

Αποθηκευμένου στα τάρταρα της
Καθημερινότητας ποιητικού νοός

της ανθρωπότητας,

Ενός σκύλου των ουρανών

Που ξεπροβοδίζει την ελευθερία
Στην σταθερή απόφασή της για

Παραμονή στην γλυκεία προσμονή
Μιας αναγεννημένης ειδωλογονίας

της φύσης,

Και ενός πόθου για πηλό να σιγοκαίει
Στην υπαίθρια φωτιά του χρόνου, την

ύστερη

Ραθυμία της θέρμης των καλοκαιριών
Αναζητώντας στα χαρούμενα παίγνια

των ακρογιαλιών και των ποιημάτων,

Έλκσσι, του είπε ξαφνικά η χοϊκή
Ερωμένη με την φωτεινή γλώττα

Και τα ρόδινα άστρα στις θηλές,

'Ελκσσι, ο άνθρωπος είναι διαρκώς
Ο αυτόχθων του ονείρου του, είναι

Ο πρώτος και ο τελευταίος ένοικος
Ενός θαύματος που το ζυγώνει με

κλειστό το μυαλό

Και ολάνοιχτη την γηγενή θλίψη του,
Και με περισσή υποτέλεια μεταπίπτει

Από κύμα σε κύμα ώσπου να φθάσει
Στην πολυσύχναστη ακτή μιας ζωής

μετέωρης ανάμεσα

στο πλήθος και το δύο,

Γιατί το πλήθος είναι έν, Έλκσσι, αλλά
Το δύο είναι η πρωτεϊκή χαρά του ενός

ότε

βγαίνει από τον εαυτό του για να τον

ξαναβρεί,

Έλεγε, ενώ η λευκή βελούδινη σάρκα
Της, τόσο λεία και απαλή μέσα σε ένα

διακριτικό χαμόγελο των κυττάρων

Έφεγγε στο προχωρημένο απόγευμα
Της φασματικής πόλης σαν εκείνος ο

υγρός υποσελήνιος κόσμος

της επιθυμίας

Για την προσάρτηση κορμού από τον
Κορμό· παρακειμένως δε της αίγλης

Των πέριξ ανθέων που περιεκύκλωναν
Την πλάση με την παιδική νύχτα τους

Φύετο και ένα Δένδρο της Ομιλίας που
Σκιρτούσε τον κόσμο με το δικαίωμα

του ανθρώπου

στην ελεγειακή παρουσία

κάτω από τον δικό του φθαρτό ήλιο·

Κανένα νόημα δεν έχει, Έλκσσι, ένα
Ηγεμονικό Εν, μονάχα το Δύο, αυτό

Μας επιτρέπει να είμαστε έν προς το
Όφελός του και όχι προς εκείνη την

πέτρινη φήμη του

που απαιτεί την υποταγή

Ότι το Δύο είναι η σοφία της αγάπης
Και ό,τι στο κόσμο δεν πάλλεται από

αγάπη

τότε

Μαίνεται στην θορυβώδη απολυταρχία
Του σκοπού, μα η αγάπη, Έλκσσι, είναι

αυτοσκοπός

Όπως η στεριά καταμεσής του ερημικού
Ωκεανού και όπως τα φύλλα της οπώρας

στα χέρια

του μαγεμένου παιδιού·

Είπε, και με τα λευκά σαν βανίλια χέρια
Της έφερε το ποτήρι με το νερό προς τη

κατακόκκινη ζάχαρη των χειλιών της,

Ενώ

Στην απέραντη προοπτική του χρόνου
Δεν φαινόταν τίποτε περισσότερο από

ένα ληθαργικό παγκόσμιο δάσος·

Ανέμελοι οι κάτοικοί του περιέζωναν
Τις γωνιές και τα ξέφωτά του με μια

τυφλή στην δοξασμένη λήθη της

ορμή

για εγκόσμια ποίηση των χειρονομιών

Και ένας πρωτογαλαξιακός ακμαίος ήλιος
Της Δημιουργίας αφημένος σ' έναν βράχο,

δώρο για τα παιδιά τους

που έμελε να γεννηθούν·