Monday, May 28, 2012

MACHINA EX DEO

Κατά την νύχτα ο κόσμος έβγαινε
Από τα σπίτια του και συνωθείτο

Στην μία και μόνη πλατεία της γης
Που 'χε αποβεί ένα σιταροχώραφο

Πυκνό από ανέλεγκτα στάχυα σαν
Η ατημέλητη κόμη της οικουμένης·

Εκεί ακόμα

Δέσποζε η προτομή του Μηδενός
Που κοιτούσε προς την ανατολή

με νεκρά, χαρωπά μάτια,

και παραπλεύρως

του

Ουράνιου κυβερνητικού κτιρίου
Που ήταν έρημο εδώ και αιώνες

Ενώ άλλοι το 'βλεπαν μονίμως
Στη πυρκαϊά και έτεροι σαν το

απροσπέλαστο παλάτι

του Δαίμονα,

Οι άνθρωποι με σιγοψιθυρίσματα
Κάνανε φανερό ο ένας στον άλλον

Πως ο χρόνος επίκειται·

Δεν ήταν σίγουροι για το τι έμελε
Να ακολουθήσει, δεν προέβλεπαν

με ακρίβεια

το παρελθόν

Και μήποτε γνωρίζανε το μέλλον
Καταμεσής της τυφλής Ιστορίας·

Κάποτε μάλιστα, ξενυχτούσανε
Στον αιεί ακάλυπτο συμπαντικό

χώρο

Μ' έναν αρχαίο ερυθρό κρατήρα
Παραδίπλα τους να τους κοιτάει

σαν ο από παλιά

μονόφθαλμος ήλιος

στο αχανές αστικό σκοτάδι,

Φωτίζοντας την μία πλευρά τους
Μόνον με αδιατάρακτη επιμονή

και

Τον οιονεί Νέο Κόσμο της άλλης
Χαμένης μες στα χρυσέα στάχυα

πλευράς τους

αφήνοντας πιθανώς

στον ποιητή,

Που κατ' εκείνους τους καιρούς
Θρυλείται πως έπλαθε με όρεξη

Ομοιώματα ψυχών

στα ποιήματά του,

Τα οποία και έστελνε

Ως μηχανοκίνητα αυτόματα προς
Το πλήθος της μεγάλης πλατείας

της γης·

Οι άνθρωποι τα παρατηρούσαν
Κι έλεγαν, είμαστ' εμείς, μα δεν

είμαστ' εμείς,

Μετά από λίγο τα ξανακοιτούσαν
Και αναφωνούσαν, μπορεί και να

είμαστε,

μπορεί και όχι·

Μην όντας σίγουροι από ποιο κόσμο
Προέκυπταν αυτές οι λυτές μονάδες

Μια χαμογελούσαν έντρομοι και

Μια τρομάζαν χαρούμενοι·

Διόλου βέβαιοι οι ίδιοι πλέον σε
Ποιο κόσμο πραγματικά ανήκαν

Την μνημειώδη και ανακουφιστική
Εξίσωση αμφιβολίας και ζωής ξανά

αναζητώντας,

Και

Με κάτι αλλόκοτο μέσα στη νύχτα
Να τους φωτίζει λίγο περισσότερο

Τις σκιές τους μάλιστα

αβίαστα και φυσικά

Κατά πολύ αυξάνοντας·