Thursday, March 29, 2012

EUROPOS BOKŠTAS

Μοιάζεις με νύχτα φωτεινή που δεν
Τελειώνει ποτέ, Οδυσσέα, και πίσω

Από το πέπλο της που απαλά αφήνει
Να πέφτει πάνω στα έθνη και τις αιέν

μητροπόλεις,

Ακούγεται ολοένα και πιο τραχύς ο
Αχός της μνήμης μιας Ιθάκης που

Παραπαίει στα κυτταρικά σκοτάδια,
Έλεγε η νεράιδα από το υψηλότερο

σημείο του Πύργου

Στον άνθρωπο με την σκιά ενός χρόνου
Αγνώστου στο πρόσωπο και το βλέμμα

του

Καθώς ο ίδιος δεν μπορούσε να θυμηθεί
Ακριβώς πότε και για πόσο είχε ζήσει και

από ποιαν εποχή

ερχόταν,

Της είπε μάλιστα κάποια στιγμή πως ό,τι
Είχε υπάρξει έως σήμερα στο κόσμο δεν

Ήταν παρά οι μεταμφιέσεις μιας στιγμής
Που από μόνη της έφτιαχνε απεριόριστα

σύμπαντα ζωής

και οράσεις ανθρώπων·

Είσαι εσύ

Ο αδιόρατος τροχός του νόμου, Οδυσσέα,
Συνέχιζε να του λέει η νεράιδα ενώ πάνω

Ο ουρανός είχε ήδη συγκεντρώσει νέφη
Πυρρά έτοιμα να εκραγούν σε μία άρση

του χρόνου

οριστική,

Και απ' εδώ που είσαι, δες, όλες σου οι
Πολιτείες φαντάζουν σαν τα ίχνη ενός

Ταξιδιού που καίτοι δεν έχει περαιτέρω
Φως πορείας, εν τούτοις είσαι ορισμένος

Πάλι πίσω σε αυτές να επιστρέψεις· ότι
Ο κόσμος μπορεί να μην διαθέτει άλλο

Να σου προσφέρει, όμως εσύ καλείσαι
Γι' άλλη μια φορά να τονε λύσεις ζώντα

σ' ένα όνειρο φλεγόμενο

Μες από μια σκέψη που κρύβεται στους
Αιώνες, μία λέξη ισόχρονη των θεών, η

μία

νίκη,

Οδυσσέα,

Απ' όπου αρπάζουν πάντοτε φωτιά τα
Ιερά πτολίεθρα των ανθρώπων και οι

Τροίες

μεταμορφώνονται

σε ουράνιους κήπους της αθανασίας,

Έλεγε η νεράιδα, ενώ η φωνή της τώρα
Ακουγόταν σαν να 'ρχεται από μύρια τα

ύδατα υδάτων

Που καιροφυλακτούσαν μέσα στα άστρα
Της θνητότητας πάνω από την οικουμένη·

Η δε πολιτεία του Βίλνιους φαινόταν από
Τόσο μεγάλο ύψος σαν ένα τρόπαιο εκτός

Ιστορίας

και εκτός

Διεκδίκησης βασιλείου προς βασίλειο της
Γης· και εκείνος, τοσούτον απόρρητος εκ

της ζωής,

Δεν ημπορούσε να καταλάβει αν ήταν ήδη
Νεκρός ή αιωνίως απέθαντος· δεν του ήταν

καθόλου εύκολο

να διαπιστώσει

Αν είχε ένα όνομα ή ήταν το όνομα αυτό
Που τον είχε, και σε κάθε περίπτωση δεν

Έδειχνε ιδιαίτερα πρόθυμος να συνεχίσει
Το ταξίδι του· προετίθετο μάλιστα κάποια

στιγμή

Να κατέλθει από το υψηλότερο σημείο του
Πύργου πάλι προς την επιφάνεια της γης,

Τονε συγκράτησε όμως ένα απαλό αεράκι
Που επέσυρε κοντά του η γλυκεία μορφή

της

νεράιδας,

Μέργκινα, της είπε, αλλά δεν εξεδήλωσε
Την σκέψη του· φαινόταν σα να αρκείτο

Να αγναντεύει τον

ίδιο παλαιό ορίζοντα των ανθρώπων

στο αχανές βάθος της σφαίρας

Ως έναν τροχό που δεν κατέπαυε ποτέ
Και που όσες φορές και αν ανέσυρε και

κατέσυρε

τα όνειρα των ανθρώπων,

Ο ίδιος παρέμενε εν τούτοις το

Σταθερό λιμάνι του ηλιακού όμματος
Στην λαμπρή έξοδό του κάθε πρωινό

ανά τον

αιεί δεδομένο στις αισθήσεις

κόσμο,

Που δεν σταματούσε ποτέ να υπάρχει
Σαν ένα μεγάλο φάντασμα του φωτός

στην ίδια κάθε φορά,

αρχαιότατη θέα της ζωής·