Wednesday, January 25, 2012

RAISON D' ÊTRE

Πάψε να κοιτάς στον ορίζοντα, Έκκι,
Του έλεγαν τα αλλόκοτα πτηνά, ενώ

Ο ίδιος παρέμενε ακίνητος στην ίδια
Θέση με τα μάτια του οδηγημένα σε

άγνωστη φωτιά·

Ποιον αναμένεις, μην τον θεό, είποτε
Τον Σατανά, μα το τέλος μήπως ή την

αρχή

του κόσμου,

Του λέγανε και ωρμούσαν σφοδρά με
Τα ράμφη τους πάνω στα ερημωμένα

σιτάρια

των χωραφιών,

Δεν σε φοβόμαστε, Έκκι, του τονίζαν,
Φαντάζεις ένα σκιάχτρο μόνο, αν δεν

είσαι κιόλας,

Απ' αυτά που βάζουν οι χωρικοί για να
Μας διώξουν, και φεύγουν μετά για τα

σπίτια τους

Με λειωμένα τα άστρα της μελαγχολίας
Στα μυαλά τους και κτισμένες τις μπότες

τους

στo ίδιο χώμα του θανάτου,

Όμως ιδού εμείς κυριαρχούμε ξανά στην
Γη του θεού, του έλεγαν και πτερακίζανε

σκιές και φαντάσματα παντού

Κι ολοένα διαγράφαν κύκλους γύρω του·
Εκείνος όμως δεν άκουγε τίποτα καθώς

Σιμά του η νύχτα είχε απορροφήσει τα
Πάντα μέσα σε μιαν ατέλειωτη αγκάλη

αφανισμού

και επικυριαρχίας του μηκέτι όντος,

Τα δε

Ολίγα φώτα των εγγυτέρων πολιτειών
Επέδειχναν ίσως κάτι περισσότερο απ'

την ζωή

που κατακρατούσαν μέσα τους

Στην πλήρη αδυναμία του σκοταδιού
Να παραμένει σκοτεινό ενώ το απαλό

Αγέρι που έσειε ελαφρά τους κλάδους
Των δένδρων υποσχόταν κάποτε μιαν

Aπάντηση που θα την ακούγαν μόνο
Οι ανέμοι και οι κορυφές των βουνών·

Μα πες μας,Έκκι,

πες μας,

Κρώζανε με τα ράμφη τους τα πτηνά
Πάνω στις στέγες, καθώς οι άνθρωποι

έλειπαν από την νύχτα

για να κοιμηθούν,

Είσαι προφήτης, άγιος μήπως ή τρελλός
Ή άλλο όχι απ' ένα σκιάχτρο που όμως

δεν διώχνει τα πτηνά

αλλά τους χωρικούς,

είσαι ο ποιος, εσένα, σου μιλάμε,

Δείχνεις σαν εκείνος που 'ρχεται κι ας
Είσαι σε μια θέση μόνο και την ημέρα

και την νύχτα,

Έκκι,

Φάντασμα του κόσμου ή ο ένας μόνο
Ζωντανός των σκιών, το βλέμμα σου

Ποτέ δεν μας κοιτάζει κι η μορφή σου
Ομοιάζει σαν λήθαργος που αφυπνίζει,

του λέγανε κατατρώγοντας

Τα χρυσά σιτηρά που έλαμπαν ακόμα
Και στο σκοτάδι σαν θυρεοί του ήλιου,

Ενώ εκείνος

Στην ίδια πάντα αμετάπειστη αδιαφορία
Φαινόταν να βλέπει μάλλον με καλό μάτι

τα πτηνά που έρχονταν για να

θραφούν

και όχι οι χωρικοί

Που ποτέ δεν πλησιάζανε από κοντά·
Τι κοιτάς, Έκκι, τον ρώτησαν γι΄άλλη

μια φορά

Και έτοιμα να πετάξουν ήταν μακριά
Μα δεν τολμούσανε ποτέ ως σήμερα

έστω και για λίγο

να ξεμακρύνουν από δίπλα του·