Sunday, January 29, 2012

Ο ΚΗΠΟΣ ΣΤΟΝ ΚΡΑΤΗΡΑ ΤΗΣ ΕΚΛΑ

Την δεκάτη εβδόμη του Αυγούστου του
Έτους 1980 και κατά την πρώτη ώρα

και εικοσιοχτώ πρώτα λεπτά

μετά την μεσημβρία

Το Βόρειο Ηφαιστειολογικό Ινστιτούτο
Του Ρεϋκγιάβικ κατέγραψε μια ισχυρή

έκρηξη

του ακοίμητου ηφαιστείου

Το οποίο έλεγαν από παλαιά οι Ισλανδοί
Πως ήταν ο πλέον προσιτός πυλώνας της

κόλασης

προς

την γη·

Από εδώ εξέρχονται οι ψυχές στον κόσμο,
Έλεγαν οι κάτοικοι του Άκγιουρέβρι, και

Έδειχναν τον κρατήρα του, ο που κάποτε
Εφάνταζε σαν κάστρο σε σύννεφα και σε

Χιόνια ανάμεσα να περιμένει από πάντοτε
Κέλευσμα εφόρμησης στρατιών αγνώστων

Μιας δύναμης τόσο εξώκοσμης

όσο πιθανώς και οι ανθρώπινες παρουσίες,

Η δε

Πυκνή στήλη της λάβας την ημέρα εκείνη
Έφτανε ως τα δεκαπέντε χιλιόμετρα ύψος

προς το αναστατωμένο στερέωμα

Δημιουργώντας ένα επουράνιο τοτέμ σε
Θέα παγκόσμια που εξοβέλιζε την αχανή

σκιά

ενός θεού

από τα έγκατα της ισλανδικής στεριάς·

Στύρλυσον, έλεγε ο γέρος ψαράς το απόγευμα
Προς τον άνθρωπο που ήταν πάντα στην ίδια

γωνία του καφέ

Γράφοντας ασταμάτητα από τον έναν αιώνα
Στον άλλον η όψη του μην αλλάζοντας στον

χρόνο,

Υπήρξαν τόσοι άνθρωποι στην γη, όμως πού
Θα μπορούσαν αλήθεια να χωρέσουν οι ζωές

και οι

σκέψεις τους,

Πουθενά, Στύρλυσον, ένας κόσμος δεν θα 'ταν
Γι' αυτές παρά ένα κανάτι για να μαζέψει τον

ωκεανό,

Μα και το σύμπαν ολόκληρο, μην και θαρρείς
Πως θα ήταν περισσότερο από μια μεμβράνη

σκότους

Επί του λαμπερού φωτός που φέρει στον βίο
Μία και μόνο λέξη προφερόμενη από θνητά

χείλη,

Έλεγε

Κι έπινε το κονιάκ του παρατηρώντας με την
Άκρη του ματιού του προς το παράθυρο που

Φάνταζε σαν ένα ξέφωτο λόγου μέσα σε αιώνια
Νύχτα στην οπού ακούγονταν οι ολίγοι ψίθυροι

μιας ασίγαστης γήινης έκπληξης

όταν αυτή

διαρκούσε παντοτινά ,

Πόσο επείγουσες είναι η μία ζωή, η μία στιγμή,
Και η μία κίνηση για έναν περαστικό και πόσο

Επιρράπτονται οι σκέψεις του σε ένα ένδυμα
Φωτός που ανασαλεύει στον απώτατο βορρά

σαν σέλας,

Στύρλυσον,

Και ιδού, αλαφρά που προκύπτει ένας βόμβος
Ζωής στο καταβυθισμένο απόγευμα που αργά

κυλάει στις φλέβες μας

σαν οινόπνευμα των θεών,

Και εσύ,

Επί αιώνες καθισμένος στην ίδια γωνία πάντα
Να γράφεις μιαν Έδδα που δεν τελειώνει ποτέ

Παρεκτός με την δημιουργία μαζί, του έλεγε,
Όμως ο άνθρωπος δίπλα του έμοιαζε να μην

τον ακούει· ωστόσο

του αποκρίθηκε κάποια στιγμή,

Το ηφαίστειο, Μπάλβιν, το ηφαίστειο, έλεγε
Στο γέρο, αυτό θα λευτερώσει πάλι τις τόσες

ψυχές

που στον αιώνα

μόνον ξενυχτούν

Για μιαν έξοδο· όχι στο κόσμο, αλλά σε έναν
Κήπο στον οπού μάτι ανθρώπου δεν φθάνει

και

Ο νους του ποτέ δεν συνέλαβε εκτός από μια
Λειψή σκιά του στους ανέμελους κήπους της

γης,

Τι θέλεις να πεις, του είπε τότε ο γέρος,

Πως υπάρχει ένας κήπος μέσα στην Έκλα;
Και μισογελούσε καθώς ρωτούσε, βέβαιος

Πως ο συνομιλητής του δεν ήξερε τι έλεγε,
Ναι, υπάρχει, του απάντησε, υπάρχει ένας

κήπος στον κρατήρα της Έκλα

Που θα φανεί σε λίγες μέρες όταν η ταραχή
Θα έχει κοπάσει και οι πληθυσμοί ξανά σαν

φωτεινά

Κουρέλια της ζωής τους θα μαζεύουν από
Κάτω κατάμαυρες πέτρες από λάβα αλλά

μαζί και

λουλούδια, τέτοια,

τα πρώτα σε όλη την οικουμένη,

Μπάλβιν, έλεγε ο παλαιός άνθρωπος και
Ομοίαζε τώρα ως φύλακας ενός κόσμου

αγνώστου

Επί του οποίου είχε μόνον αυτός δικαίωμα
Εισόδου και εξόδου να επιδίδει σ' όποιον θα

στεκόταν μπροστά

Στην κυκλώπεια πύλη του, η που υψώνοταν
Προς τον ουρανό όσο και μια επιθυμία και

απλωνόταν στη γη

όσο και μια αρχαία ραψωδία,

Ενώ ο βαθύς εσπερινός ουρανός πάνω από
Το Άκγιουρέβρι είχε αποβεί τόσο κόκκινος

όσο και μια

Ανθρώπινη ψυχή στα έγκατα της αναμονής·
Υπάρχουν σκέψεις, αγωνίες, επιθυμίες, πυρ

αείζωον και αείθυμον τόσου χρόνου,

Μπάλβιν,

Του 'λεγε ο Στύρλυσον καθώς οι τρομώδεις
Σκιές κι οι αγριεμένες ανταύγειες της Έκλα

που αφυπνιζόταν

επί του πραγματικού

Είχαν κατακλύσει τον χώρο γύρω τους και
Τον έκαναν να φέγγει ως η αιμάτινη φλέβα

του κόσμου,

Υπάρχουν νύχτες άγρυπνες και ημέρες της
Αδημονίας, υπάρχει ο θεός και ο άνθρωπος

και ανάμεσά τους

αίμα, φόβος και χαρά

Μυρίων και εκατομμυρίων και χιλιομυρίων
Απαρχής μιας γένεσης που λύτρωσε σε ωμό

σκοτάδι

την ελευθερία,

Πού νομίζεις ότι πήγαν όλ' αυτά, Μπάλβιν,
Τίποτε απ' ό,τι ο νους ανθρώπου σκέφτηκε

Και η καρδιά του ένοιωσε δεν χάνεται στον
Αιώνα, όλα ξεφαντώνουν σήμερα, του είπε,

Ενώ οι εκρήξεις της Έκλα γινόνταν ολοένα
Και πιο ισχυρές, ο δε γέρος ψαράς εκοίταζε

τον συνομιλητή του πλέον

με κάτι στα μάτια του σαν

εύθυμο δέος

Και ο σύμπας κόσμος, αυτός δεν ήταν πια
Πάρα ένα απλό δευτερόλεπτο ανάμεσα σε

ένα μουντό άγνωστο πίσω του στο χρόνο

Και

ένα εορταστικότερο μπροστά του

Ενώ τα ολίγα λουλούδια στο ανθοδοχείο
Που είχανε γείρει εδώ και ώρα από τους

καπνούς μέσα στο καφέ

Είχαν ακόμα

Εγερθεί ξανά ωσάν οι κεραίες μιας αγάπης
Ακατανόητης ακόμη για τους ανθρώπους

Σε μιαν ανατολή γέμουσα από φωνές στον
Κήπο, το ίδιο απόκοσμα γνώριμη μ' εκείνη

την δύση που θα διαδεχόταν,

Τα μοναχικά βλέμματα πληθυσμών και
Πληθυσμών, ζωντανών και νεκρών και

αγεννήτων

Απρόσωπα προσανατολίζοντας σαν μέσα

σε χαρωπό κενό·



*******************************************
Το ποίημα με καινούργια εικαστική και ηχητική συνοδεία· ακούγεται η σύνθεση "Hekla"(1961)
του Ισλανδού συνθέτη Jón Leifs.