Friday, January 28, 2011

Ο ΒΡΑΧΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΩΣ

Προσπαθούμε ακόμα να περισώσουμε
Την αίγλη της σκέψης έναντι της μίας

λαίλαπας

του μυστηρίου

Όταν αργά τη νύχτα φυγοδρομεί από
Τις φυλακές των θεών και αδιάντροπα

Ρημάζει τις σημασίες των βεβαιoτήτων
Καθυστερώντας το εξημερωμένο ηλιακό

φως

όσο

μπορεί,

Έλεγε ο Μόρφυ στη κατάμεστη αίθουσα
Ενώ οι συμπαίκτες του τον άκουγαν με

Προσοχή λελυμένοι στον δικό του κρημνό,
Τζωρτζ, Τζέημς, Χάουαρντ, Τσαρλς, ιδού

η

νύχτα

Ουδείς υπέρτερος της αφής της, μα σαν τα
Πυρφόρα σκυλιά τριγυρνάμε στους δρόμους

Γυρεύοντας κάθε φορά το οστούν του κόσμου
Και αντ'αυτού θηρεύουμε ξανά την δοκό του

Ιάσονος

Και μυριοτροπούμε με τις αλύγιστες μορφές
Του σακατεμένου στη γη είναι, εμείς που επί

γης

Είμαστε το ίχνος του εκκρεμούντος ουρανού
Και επ'ουρανώ θα υπάρξουμε ξανά ως η ορμή

Για καθίζηση σε κόσμο ανθρώπινο και φλόγινο
Πόθο στα μέλη μας για το σκεύος της γυναίκας

Εμείς σφυρηλατούμε την δική μας ειρκτή επί
Των τετραγώνων της αληθείας και πέραν των

ορέων

της

γλώσσας

Είμασταν κάποτε οι άγγελοι που κατέπεσαν
Σαν οι πεσσοί στις πλατείες των πόλεων την

αποχαλίνωση

της θνητότητας

αναδιακηρύττοντας

Εδώ είμαι αδελφοί μου, τους έλεγε ο Μόρφυ,
Σκοτεινός άγγελος ο που 'ρχεται και πάλι να

Δρέψει την τυφλότητα των όντων σε ανώτερη
Ιχνηλασία έννοιας, να ρυμοτομείς το μέλλον

Είναι μία επιστροφή, το να ξανακτίζεις όμως
Το παρελθόν είναι η διαλυμένη βασιλεία του

δεσμώτη

ανθρώπου

Όταν σιωπηλά περπατάει πάνω στη γέφυρα
Που ενώνει άγνωστο με άγνωστο, και από

Κάτω του αναρριχώνται ως τα πόδια του τα
Ολοζώντανα νερά των πληθυσμών στο χρόνο

Όμως για μια φορά, θα αποκαταστήσω την
Δόξα του πεσσού ανθρώπου έναντι της λυτής

δρακόντειας

σκακιέρας

του πεπρωμένου,

Και την σπαστή κλονισμένη κίνησή του προς
Τον φωτεινό κρατήρα του θανάτου του, σε

αξίωση

αθανασίας

δια του ρητού πηλού,

άρτου και οίνου της ηδονής,

Τι θες να πεις Πωλ, του είπαν τότε από κάτω
Οι συμπαίκτες του, ποιος μπορεί να είναι ο

Βράχος του πεπρωμένου οπού τόσο ανύποπτα
Προσδένονται οι γιοι και οι κόρες του μόχθου;

Και ποια η δύναμη εκείνη που προτάσσει τον
Εγκλεισμό σε Ιστορία και περίσπαση νοός από

Την σωριασμένη αυτοκρατορία του σε ερείπια
Γεγονότων; και τα δεσμά εκείνα που λειώνουν

Τα δευτερόλεπτα σε κόγχες λιμού χτυπημένες
Στα τείχη της ζωής ποια; ιδού αποκαθηλώσαμε

τη μάστιγα

της θέλησης

Και αντί της γης εντοπίσαμε ξανά έναν ουρανό
Μεταμορφωμένο σε μπουντρούμι του Λόγου,

Την ελευθερία μας κερδίσαμε σκληρά με το να
Καταρρέουμε ως δεσμώτες, αιώνα με τον αιώνα

Κράτος με κράτος, πόθο με πόθο, έπη ερώτων
Πάνω στη στιλπνότητα των θηλυκών αγγείων

Και την νύξη μιας μοίρας σκοτεινής πάνω στo
Τοίχο του βασιλιά Βαλτάσαρ, μανή, θεκέλ,

φάρες,

Μηδέποτε αποκρυπτογραφώντας σε άνθη και
Πολύτιμους λίθους μιας επί γης Εδέμ· ειπέ μας,

Ποιος μπορεί την άγρια λύση της ελευθερίας να
Φύγει; και ποιος εκείνος που ένα βασίλειο φωτός

Από τα σκοτάδια μπορεί να εκβάλλει σε κραταιά
Ήπειρο σώματος και ψυχής ανθρώπου, μηδείς

ο ερχόμενος,

Πωλ,

και προφήτης του η ιδία νύχτα της ζωής,

Μηδείς ο ων, Πωλ, και το τώρα του τίποτε άλλο
Από την ιδία ομίχλη του χρόνου, και ο ην μηδείς

Και ιστορία του η ιδία φωνή που ακούγεται από
Πάντα στους νυχτερινούς διαδρόμους ενός οίκου

εποχής

Λυμαίνοντας το πραγματικό προς όφελος μίας
Αράχνης του ονείρου στα ηλιοβασιλέματα της

σκιάς

του

ανθρώπου

Και μιας βάρβαρης κατοχής του μέλλοντος στα
Πρωινά πεζοδρόμια οδεύοντας προς σπηλαιώδη

γραφεία

Όπου οι ίδιοι προϊστορικοί άνθρωποι μαζεύονται
Γύρω απ'τη φωτιά που είναι τώρα ένα έγγραφο,

είπανε

οι Τζωρτζ, Τζέημς, Χάουαρντ και Τσαρλς

Και σωριαστήκανε πίσω στα καθίσματά τους ξανά
Που φέγγανε σαν έκπτωτοι θρόνοι μέσα σε ένα

παγκόσμιο

κελλί,

Και εγώ σας λέγω, πως η δικτατορία του ουρανού
Είναι ένα γραφείο επί γης που διεκπεραιώνει ξανά

Τις υποθέσεις των ερχόμενων σε μήτρα γυναικός
Αναδιανέμοντας τα πεπρωμένα με μια σφραγίδα

του

Κάιν

Και μια υπογραφή της Νεμέσεως εν ου παικτοίς
Ο άνθρωπος είναι ο μεγάλος αθώος πάνω σ' αυτή

την ολύμπια σκακιέρα,

φώναξε τότε ο Μόρφυ,

Και εμείς άλλο αυτό το βάρος δεν υπάρχει λόγος
Να σηκώνουμε, είπε ακόμα, ενώ το ακροατήριο

από κάτω του είχε

αφεθεί

σε φωτεινότερη κατατονία ακρόασης,

Υπάρχουμε ξανά, όχι όμως προς χάριν κάποιου
Αλλά προς εμάς τους ίδιους, προς το δικαίωμα

σε γη

και

ουρανό

όποτε μας κάνει κέφι, όμως,

Αργά που κινείται ο μύλος του νόμου! και τόσο
Γρήγορα που ανασαλεύει κάθε φορά η πυκνή

Αχλύ του ονείρου πάνω από τη Βαβυλώνα σε
Κάθε σπασμό του υπεδάφους των προσδοκιών,

Όμως εγώ σας λέγω ξανά πως ουδείς κατέστη
Θεός από τους θεούς και άνθρωπος από τους

ανθρώπους

Γιατί ένας και μόνος ο άνθρωπος σύρεται σαν
Σκλάβος στους φωταγωγημένους πυλώνες της

ζωής

Και σ' αυτή την υποδοχή είναι χωρίς συντροφιά
Και χωρίς μάγμα του Υπερίωνος στην καταδίκη

του

χρόνου

Μόνο με ένα άγραφο παρελθόν του ουρανού να
Χέεται από πίσω του σαν συμφορά και ένα συρτό

μέλλον

της γης

Να τον καθελκύει σε μιαν άγνωστη θάλασσα που
Καλύπτει όλη την επιφάνεια του πλανήτη από

Τον βόρειο πόλο του μυαλού του μέχρι την εσχάτη
Ανταρκτική των κάτω άκρων του, μέχρι το φως

Που σκιάζεται ακόμη μέσα στην νεοαναγειρόμενη
Οικοδομή του εγκεφάλου του, και μπορώ να δω

ακόμη

Την πρώτη σύσπαση μυός του πρωτανθρώπου από
Τις βουνοκορφές των Ιμαλαίων μέχρι τα σπήλαια

Της Ευρώπης που 'ταν γεμάτα από τις γενεές που
Ήταν να έλθουν, και από τις ουράνιες γέφυρες της

Άσγκαρ στον Βορρά μέχρι τα άλμπατρος του Νότου
Που περικύκλωναν τα ιστιοφόρα της επιδημίας

του

ανθρώπου-θεού

στο Ινδικό ωκεανό,

Μέχρι, σας λέγω, που ολόκληρη η ραχοκοκκαλιά
Του Καυκάσου στον αιωνικό τριγμό της φανέρωσε

μία

και μόνη

αλήθεια,

Ζούμε μέσα σε μια κλείδα που δεν μπορεί τον ίδιο
Να ανοίξει εαυτό της, όπως το νερό ποτέ νερό δεν

Μπορεί να βρέξει, μια κλείδα τιτανική ο κόσμος
Και ο κράτωρ αυτής είναι κλεισμένος σε μύριες

τεμαχισμένες

μορφές

ανθρώπων

Που διάφοροι μεταξύ τους τόσο, έναν άνθρωπο
Συνιστούν απ' την προοπτική της φωτιάς, ιδού

ο

πυρκαεύς

επίκειται

Και έως τότε οι βαρείς λίθοι του ανόμου νόμου
Και οι αναμοχλεύσεις του σαρκίνου πολτού σε

Μεγάλες γεννητικές ληκύθους των ετών και των
Ενιαυτών, θα σκέπουν την ορατότητα του νου,

Και εμείς σαν οι πολλοί και όχι ο ένας, σαν η
Ποίηση και όχι ο παράδεισος, σαν τετράγωνα

Στην σκακιέρα και όχι η πόλις που τετράγωνος
Κείται στον ουρανό, και ακόμα λέγω, με την

Ομορφιά του θηλυκού στήθους στην ανάσα μας
Και όχι αθάνατοι στους Κήπους των Εσπερίδων

Θα κλείσουμε βαρειά το βιβλίο της ζωής , την
Αιώρηση του πραγματικού για άλλη μια φορά

κάθιδροι

αναμένοντας,

Κατέληξε ο Μόρφυ κάτω από τον καταιγιστικό
Ήχο των χειροκροτημάτων του ακροατηρίου

Και ο βράχος όπου δεμένος είσαι ποιος; πρόλαβε
Να ακούσει τον Μακ Κένζι να τον ρωτάει από τις

Μπροστινές σειρές της αίθουσας, όμως δεν ήταν
Δυνατόν να ακουστεί τίποτε περαιτέρω, ο σάλος

Ήταν ισχυρός, και εκεί, στη δίνη της επευφημίας
Κοίταξε αργά προς το πλαϊνό τεράστιο ανοιχτό

παράθυρο

Η νύχτα ίσα ίσα που είχε ακουμπήσει πάνω στην
Κορυφή ενός ουρανοξύστη με τη μορφή ενός

συννέφου

και μόνον

Το οποίο φάνταζε στα μάτια του κάτι ανάμεσα
Σε δεσμά και λύση, του γινόταν αδύνατον να

Αποφασίσει αν το σύννεφο προτίθετο να πιέσει
Το οίκημα προς τα κάτω ή να το ελαφρύνει από

το

βάρος

του

Δεν μπορούσε να καταλήξει αν η λευκόπυκνη
Μορφή του ήταν ένα λησμονημένο φως που

Άφησε ο θεός στο παράδεισο, ή μια σεισάχθεια
Του διαβόλου, ο δε συνεχώς αύξων ήχος εκ των

Κρότων των παλαμών στην αίθουσα, σαφώς και
Του υπεμνημάτισε κάποια στιγμή την ιδέα ότι

Μπορεί και το σύμπαν να ήταν ακυβέρνητο, τόσο
Εύκολο να πλοηγηθεί όσο εύκολα θα μπορούσε

Να ακουστεί ένα χειροκρότημα, χωρίς ποτέ, είπε
Τότε ο Μόρφυ φωναχτά, να βλέπουμε σε ποιον

ανήκουν

οι παλάμες,

Όμως ο θόρυβος δεν του επέτρεψε να ακούσει
Καν τον εαυτό του, όσο τον έβλεπε καθαρά στο

πρόσωπο του Μακ Κένζι

που φαινόταν απέναντί του
σαν από καθρέπτη της κόλασης

να ανοιγοκλείνει το στόμα του

βωβά


Wednesday, January 19, 2011

MATHILDE VON WESENDONCK

Ρίχαρντ, η μουσική είναι ο άνεμος του
Χρόνου ο που με δίχως χρόνο λέλυται

πλέον

του άχθους της ομιλίας,

έλεγε η

Αριστοκράτισσα με την ηδύχυμο όψη
Και τα μάτια εκείνα που ιχνοβολούσαν

Τον χώρο γύρω της σαν νεύμα της ίδιας
Της ζωής προς την επιθυμία· και είσαι

εσύ, Ρίχαρντ,

που

Προσυδάτωσες ξανά το άρμα του Λόγου
Στον ωκεανό των ήχων ένα κόσμο πυρός

επιζητώντας να περικλείσεις

Με το Δαχτυλίδι θεών που αρνούνται να
Πέσουν στην λήθη και επιστρέφουν στη

Χόβολη της θνητής ζωής, το δόρυ και το
Ξίφος ενός μύθου αενάου διεκδικώντας

Ξανά από τις πόλεις οπού αχνίζουν ήδη
Οι κάμινοι μιας κόλασης εξ ολοκλήρου

γήινης,

Και

Ιδού υψούσαι σαν Ίκαρος αναστημένος
Μέσ' από την τάφρο της ανθρωπότητας

Πάντοτε επ' ενός αιώνα τόσο βιαστικού
Που στα δριμέα κρούσματα του φωτός

του επί της δικής του νύχτας

δεν διαχωρίζει ακόμα

Τον

Ετοιμοθάνατο γέροντα από το νεογνό,
Μηδέ το μέλλον από τον κονιορτό του

παρελθόντος

Που γρήγορα κατασωρεύεται μέσα στα
Αχανή βάραθρα που διανοίγει ο χρόνος

στους

απαλούς ασημοίσκιωτους

βηματισμούς του

Στα χλωμά κατώφλια των πανδοχείων
Της ελπίδας για την αποκατάσταση της

ζωής σε

Μια στιγμή αιώρησης,

Ρίχαρντ,

Ολόκληρης της οικουμένης στο δικό της
Αδυνατισμένο φως των κεριών, που χέει

Έναν ήλιο μυστικό σε ψίθυρο ακόμα, και
Ο που λέγεται πως θα οδηγήσει τα έθνη σε

μιαν άγνωστη

εισέτι

ελευθερία,

Και εσύ, Ρίχαρντ, μου φαντάζεις ως ο αιέν
Άγγελος αυτής, όμως δες με, εγώ δεν ήμουν

Ποτέ για σένα ένας ήλιος, αλλά μια σελήνη
Που αντανακλούσε αν όχι το δικό σου φως

Σίγουρα τότε το ολόδικό σου σκοτάδι, έλεγε
Η γυναίκα και έκανε νόημα στην υπηρέτρια

Να πάρει το δίσκο με τα άδεια ποτήρια και
Να βγει από το δώμα· εκείνη ωστόσο καθώς

Περνούσε δίπλα από τον άνδρα που καθόταν
Μπροστά στο πιάνο, τον ρώτησε αν θα ήθελε

Κάτι ακόμη· μια αιώνια αυγή, της απάντησε
Αυτός, και το φως του Απόλλωνα στα κορμιά

Των νεαρών γυναικών της Ζυρίχης, ότι κάθε
Φωτιά που προέρχεται από τον θεό μέλλει εν

Τέλει να κάψει τους ανθρώπους, όμως εκείνη
Η φωτιά που πηγάζει απ' τους ανθρώπους θα

Πυρώσει

Μονάχα τα λερναία μητρώα της χθονός και του
Πόθου· ένας νέος κόσμος προβάλλει ήδη και ο

Ζίγκφριντ

Ανατέλλει ξανά ως ο προφήτης του, ανάμεσα
Στις πιο λευκές σελίδες του πεπρωμένου του,

Και τα έθνη των τιτάνων μέλλουν να εγερθούν
Απ' τους νυκτόφυτους κήπους της φρίκης και

του χρόνου,

Ότι κανένα

Νόημα δεν έχει η Ιστορία αν δεν καταλήξει σε
Μιαν αυτοκρατορία, όχι του θεού επί γης αλλά

Του ηλιακού φωτός επί της ολονύχτιας σαρκός,
Έλεγε ο άνδρας γυρίζοντας το βλέμμα του προς

το παράθυρο που έβλεπε στο κήπο

της επαύλεως,

Ενώ η αριστοκράτισσα κυρία κάλεσε με ακόμα
Επιτακτικότερο τόνο την νεαρή υπηρέτρια να

Βγει από το δώμα, γιατί έσχε την υποψία πως
Ο φιλοξενούμενός της την κοίταξε λάγνα για

μια στιγμή·

Μπορείς να πηγαίνεις Ίνγκριντ, της είπε, και
Στρεφόμενη λυτρωτικά προς τη πλευρά του

Άνδρα, ετοιμαζόταν να τον οδηγήσει για άλλη
Μια νύχτα προς τις σκοτεινότερες απολαύσεις

της σελήνης

Καθώς πεισματικά κρατά την αθέατη όψη της
Ορατή μονάχα από τον αρμόζοντα ακλόνητο

ήλιο,

Ανάμεσα στους ανθρώπους πάντοτε ένας·


Saturday, January 15, 2011

CAMILLE SAINT-SAENS: Violin Concerto

Το αριστούργημα του Σαιν-Σανς, από μια κορυφαία βιολονίστρια της εποχής μας, την Silvia Marcovici.
Την ορχήστρα της Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης της Ιταλόφωνης Ελβετίας διευθύνει ο Pierro Bellugi
.





Monday, January 3, 2011

Η ΑΝΑΚΤΗΣΗ

Είσαι εσύ πάλι η σκοτεινότερη δόξα
Του ανθρώπου, ΛεΝε'εμών, και όλες

οι γιορτές

Του Άδη

Παύσανε να ηχούν στ' αυτιά σου, ότι
Πλέεις πια μέσα στη πραγματικότητα

όπως το σύννεφο μέσα στην οικία

Και αναφεύγεις της απτής ομιλίας σαν
Καπνός από τα μάτια αρχαίων γενεών

Και πόσοι οι νεκροί, μα αυτοί δεν είναι
Παρά ένας ζωντανός που αναμένει από

το πρωί ως το βράδυ

τον θερισμό του σύμπαντος,

Και πόσοι οι ζωντανοί, κι αυτοί άλλοι δεν
Είναι απ' ένα νεκρό που σιγομουρμουρίζει

στον τάφο του

ξεχνώντας ότι έχει πεθάνει·

Έλεγαν σ΄εκείνον τον αιμόφυρτο άνθρωπο
Που στεκόταν ακίνητος στην θάλασσα επί

αιώνες ανεξακρίβωτους

Τα χιλιάδες στόματα σαν σε ουράνιο τείχος
Τεταγμένα που μιλούσαν και έπαυαν όλα

μαζί,

Ουδείς θεός άλλος δεν υπήρξε ει μη ο δικός
Σου νους, ΛεΝε'εμών, και αυτός ο Δαίμων,

είσαι εσύ,

επίσης

Γιος της Αυγής με το σκότος λυτό στα
Δικά σου μάτια· ώστε ταξίδευσες τόσο

μακριά,

Όσο και ένα δευτερόλεπτο που απέχει
Ο Ουρανός από την Γη, για να βρεις τι,

ΛεΝε'εμών,

Δυο κομμάτια εαυτού πεταμένα στην
Θυμωμένη θράκα του χρόνου που δεν

Σταμάτησε να σιγοκαίει στα γεγονότα,
Και ποιος τα νήματα κινεί του απείρου

Ο άνθρωπος πάντα θα το μεταθέτει έξω
Απ' αυτόν, ΛεΝε'εμών, δίχως ποτέ του

Να φαντάζεται ότι η θνητότητα μπορεί
Να είναι κάποτε μια μεγάλη συλλογική

μάσκα

Που δεν κρύβει κανέναν, μήτ' έναν θεό
Μα και θνητό ούτε, παρεκτός λάμψης

τόσο βαρειάς

από θλίψη

Ώστε κατέπεσε σε υφήλιο και σκιά και
Άστρα κεντημένα σε μιαρή αθανασία

ενός κύκλου αιωνίου·

Ο ίδιος κύκλος που εκβάλλει από τον
Εαυτό του μόνον την χαρωπή νύχτα

Και

Το ζοφερό πρωινό των υπνωτισμένων
Στις μακάβριες πόλεις τους, ΛεΝε'εμών·

Έλεγαν τα χιλιάδες στομάτια και ανά
Στιγμές το ουράνιο στερέωμα άλλαζε

Γρήγορα από εσπέρα σε νύχτα και απ'
Εκεί σε ανατολή θαμπού ηλίου, σχεδόν

μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα

Και η θάλασσα άχνιζε περιγράμματα
Ανθρωπίνων μορφών που με κλειστά

μάτια

Εκλιπαρούσαν την γέννηση από την
Μήτρα γυναικός, ενώ μια ψαλμωδία

Από φώσφορο έβγαινε από μέσα τους
Και καθίζανε ταχέως σ' ένα λατρευτικό

ποίημα

Στους αφηνιασμένους παλαιοντολογικούς
Καταλόγους ενός ποιητή που κατενέδρευε

σε όλα τα ιωβηλαία των

εποχών

Ο που 'φερε πάντοτε την ίδια προϊστορική
Απορία στα μάτια του αλλά και την ίδια

βεβαιότητα

στην ομιλία,

Καθώς περικύκλωνε βαρειά τα όντα σαν
Ήλιος αρπακτικός και με προθέσεις ήδη

γνωστές,

Ενόσω αυτά ήταν απασχολημένα στην
Μνημειώδη υποχρέωσή τους να ζουν·