Wednesday, January 19, 2011

MATHILDE VON WESENDONCK

Ρίχαρντ, η μουσική είναι ο άνεμος του
Χρόνου ο που με δίχως χρόνο λέλυται

πλέον

του άχθους της ομιλίας,

έλεγε η

Αριστοκράτισσα με την ηδύχυμο όψη
Και τα μάτια εκείνα που ιχνοβολούσαν

Τον χώρο γύρω της σαν νεύμα της ίδιας
Της ζωής προς την επιθυμία· και είσαι

εσύ, Ρίχαρντ,

που

Προσυδάτωσες ξανά το άρμα του Λόγου
Στον ωκεανό των ήχων ένα κόσμο πυρός

επιζητώντας να περικλείσεις

Με το Δαχτυλίδι θεών που αρνούνται να
Πέσουν στην λήθη και επιστρέφουν στη

Χόβολη της θνητής ζωής, το δόρυ και το
Ξίφος ενός μύθου αενάου διεκδικώντας

Ξανά από τις πόλεις οπού αχνίζουν ήδη
Οι κάμινοι μιας κόλασης εξ ολοκλήρου

γήινης,

Και

Ιδού υψούσαι σαν Ίκαρος αναστημένος
Μέσ' από την τάφρο της ανθρωπότητας

Πάντοτε επ' ενός αιώνα τόσο βιαστικού
Που στα δριμέα κρούσματα του φωτός

του επί της δικής του νύχτας

δεν διαχωρίζει ακόμα

Τον

Ετοιμοθάνατο γέροντα από το νεογνό,
Μηδέ το μέλλον από τον κονιορτό του

παρελθόντος

Που γρήγορα κατασωρεύεται μέσα στα
Αχανή βάραθρα που διανοίγει ο χρόνος

στους

απαλούς ασημοίσκιωτους

βηματισμούς του

Στα χλωμά κατώφλια των πανδοχείων
Της ελπίδας για την αποκατάσταση της

ζωής σε

Μια στιγμή αιώρησης,

Ρίχαρντ,

Ολόκληρης της οικουμένης στο δικό της
Αδυνατισμένο φως των κεριών, που χέει

Έναν ήλιο μυστικό σε ψίθυρο ακόμα, και
Ο που λέγεται πως θα οδηγήσει τα έθνη σε

μιαν άγνωστη

εισέτι

ελευθερία,

Και εσύ, Ρίχαρντ, μου φαντάζεις ως ο αιέν
Άγγελος αυτής, όμως δες με, εγώ δεν ήμουν

Ποτέ για σένα ένας ήλιος, αλλά μια σελήνη
Που αντανακλούσε αν όχι το δικό σου φως

Σίγουρα τότε το ολόδικό σου σκοτάδι, έλεγε
Η γυναίκα και έκανε νόημα στην υπηρέτρια

Να πάρει το δίσκο με τα άδεια ποτήρια και
Να βγει από το δώμα· εκείνη ωστόσο καθώς

Περνούσε δίπλα από τον άνδρα που καθόταν
Μπροστά στο πιάνο, τον ρώτησε αν θα ήθελε

Κάτι ακόμη· μια αιώνια αυγή, της απάντησε
Αυτός, και το φως του Απόλλωνα στα κορμιά

Των νεαρών γυναικών της Ζυρίχης, ότι κάθε
Φωτιά που προέρχεται από τον θεό μέλλει εν

Τέλει να κάψει τους ανθρώπους, όμως εκείνη
Η φωτιά που πηγάζει απ' τους ανθρώπους θα

Πυρώσει

Μονάχα τα λερναία μητρώα της χθονός και του
Πόθου· ένας νέος κόσμος προβάλλει ήδη και ο

Ζίγκφριντ

Ανατέλλει ξανά ως ο προφήτης του, ανάμεσα
Στις πιο λευκές σελίδες του πεπρωμένου του,

Και τα έθνη των τιτάνων μέλλουν να εγερθούν
Απ' τους νυκτόφυτους κήπους της φρίκης και

του χρόνου,

Ότι κανένα

Νόημα δεν έχει η Ιστορία αν δεν καταλήξει σε
Μιαν αυτοκρατορία, όχι του θεού επί γης αλλά

Του ηλιακού φωτός επί της ολονύχτιας σαρκός,
Έλεγε ο άνδρας γυρίζοντας το βλέμμα του προς

το παράθυρο που έβλεπε στο κήπο

της επαύλεως,

Ενώ η αριστοκράτισσα κυρία κάλεσε με ακόμα
Επιτακτικότερο τόνο την νεαρή υπηρέτρια να

Βγει από το δώμα, γιατί έσχε την υποψία πως
Ο φιλοξενούμενός της την κοίταξε λάγνα για

μια στιγμή·

Μπορείς να πηγαίνεις Ίνγκριντ, της είπε, και
Στρεφόμενη λυτρωτικά προς τη πλευρά του

Άνδρα, ετοιμαζόταν να τον οδηγήσει για άλλη
Μια νύχτα προς τις σκοτεινότερες απολαύσεις

της σελήνης

Καθώς πεισματικά κρατά την αθέατη όψη της
Ορατή μονάχα από τον αρμόζοντα ακλόνητο

ήλιο,

Ανάμεσα στους ανθρώπους πάντοτε ένας·