Monday, January 3, 2011

Η ΑΝΑΚΤΗΣΗ

Είσαι εσύ πάλι η σκοτεινότερη δόξα
Του ανθρώπου, ΛεΝε'εμών, και όλες

οι γιορτές

Του Άδη

Παύσανε να ηχούν στ' αυτιά σου, ότι
Πλέεις πια μέσα στη πραγματικότητα

όπως το σύννεφο μέσα στην οικία

Και αναφεύγεις της απτής ομιλίας σαν
Καπνός από τα μάτια αρχαίων γενεών

Και πόσοι οι νεκροί, μα αυτοί δεν είναι
Παρά ένας ζωντανός που αναμένει από

το πρωί ως το βράδυ

τον θερισμό του σύμπαντος,

Και πόσοι οι ζωντανοί, κι αυτοί άλλοι δεν
Είναι απ' ένα νεκρό που σιγομουρμουρίζει

στον τάφο του

ξεχνώντας ότι έχει πεθάνει·

Έλεγαν σ΄εκείνον τον αιμόφυρτο άνθρωπο
Που στεκόταν ακίνητος στην θάλασσα επί

αιώνες ανεξακρίβωτους

Τα χιλιάδες στόματα σαν σε ουράνιο τείχος
Τεταγμένα που μιλούσαν και έπαυαν όλα

μαζί,

Ουδείς θεός άλλος δεν υπήρξε ει μη ο δικός
Σου νους, ΛεΝε'εμών, και αυτός ο Δαίμων,

είσαι εσύ,

επίσης

Γιος της Αυγής με το σκότος λυτό στα
Δικά σου μάτια· ώστε ταξίδευσες τόσο

μακριά,

Όσο και ένα δευτερόλεπτο που απέχει
Ο Ουρανός από την Γη, για να βρεις τι,

ΛεΝε'εμών,

Δυο κομμάτια εαυτού πεταμένα στην
Θυμωμένη θράκα του χρόνου που δεν

Σταμάτησε να σιγοκαίει στα γεγονότα,
Και ποιος τα νήματα κινεί του απείρου

Ο άνθρωπος πάντα θα το μεταθέτει έξω
Απ' αυτόν, ΛεΝε'εμών, δίχως ποτέ του

Να φαντάζεται ότι η θνητότητα μπορεί
Να είναι κάποτε μια μεγάλη συλλογική

μάσκα

Που δεν κρύβει κανέναν, μήτ' έναν θεό
Μα και θνητό ούτε, παρεκτός λάμψης

τόσο βαρειάς

από θλίψη

Ώστε κατέπεσε σε υφήλιο και σκιά και
Άστρα κεντημένα σε μιαρή αθανασία

ενός κύκλου αιωνίου·

Ο ίδιος κύκλος που εκβάλλει από τον
Εαυτό του μόνον την χαρωπή νύχτα

Και

Το ζοφερό πρωινό των υπνωτισμένων
Στις μακάβριες πόλεις τους, ΛεΝε'εμών·

Έλεγαν τα χιλιάδες στομάτια και ανά
Στιγμές το ουράνιο στερέωμα άλλαζε

Γρήγορα από εσπέρα σε νύχτα και απ'
Εκεί σε ανατολή θαμπού ηλίου, σχεδόν

μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα

Και η θάλασσα άχνιζε περιγράμματα
Ανθρωπίνων μορφών που με κλειστά

μάτια

Εκλιπαρούσαν την γέννηση από την
Μήτρα γυναικός, ενώ μια ψαλμωδία

Από φώσφορο έβγαινε από μέσα τους
Και καθίζανε ταχέως σ' ένα λατρευτικό

ποίημα

Στους αφηνιασμένους παλαιοντολογικούς
Καταλόγους ενός ποιητή που κατενέδρευε

σε όλα τα ιωβηλαία των

εποχών

Ο που 'φερε πάντοτε την ίδια προϊστορική
Απορία στα μάτια του αλλά και την ίδια

βεβαιότητα

στην ομιλία,

Καθώς περικύκλωνε βαρειά τα όντα σαν
Ήλιος αρπακτικός και με προθέσεις ήδη

γνωστές,

Ενόσω αυτά ήταν απασχολημένα στην
Μνημειώδη υποχρέωσή τους να ζουν·