Wednesday, December 14, 2011

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Σαν μια φωνή που 'ρχεται από τον
Άνω κόσμο κι επιβάλλει την σιωπή

στην μονίμως

ξενυχτισμένη οικουμένη,

Βέρσους,

Και οι προσδοκίες των ζωντανών δεν
Φαντάζουν παρά ως δίχτυα 'φημένα

στη ξηρά,

Ενώ στη θάλασσα πλέει ήδη ένα το
Πλοίο φάντασμα της Ιστορίας, από

την αρχή

ναυπηγημένο με οίστρο και πλάνη·

Και όταν κάθε φορά οι άνθρωποι
Ανακαλύπτουν πως μια λέξη είναι

Το σφράγισμα του ονειρικού στα
Ερειπωμένα παλάτια της νύχτας

τους,

Tότε με

Ενθουσιώδη αγωνία περιμαζεύουν
Απ' τους δρόμους όσα κρίματα δεν

γίνανε λωτοί του νόστου ακόμα

Και τα φυτεύουν στους αγρούς, τον
Ένα θερισμό μιας άγνωστης πρωίας

αναμένοντας

Με μάτια σκληρά χτισμένα

στο σκοτάδι·

Έλεγε η νεαρή Επικράτεια, στον
Άνθρωπο που την άκουγε με μια

Φωτιά διαρκή στο είναι του που
Συνήρπαζε πάντα τα ορατά προς

Ένα

τετελεσμένο πόρισμα έννοιας·

Και από την άλλη, συνέχιζε να του
Λέει, ο κόσμος των εννοιών τόσον

Απρόσβλητος κάθε φορά από την
Συνεχή διαρροή του πραγματικού

στους λέβητες των οραμάτων,

Βέρσους,

Ώστε ομοιάζει ως εάν έχει άπαξ
Ομιλήσει περί του τρόπου να μην

Υπάρχεις εάν θέλεις να υπάρξεις,
Και μηδέποτε να συνωθείσαι στις

αγορές αυτού του κόσμου

Αν βέβαια

Επιθυμείς στο τέλος να ευρίσκεσαι
Εσύ στην θριαμβική άλλη άκρη της

λεωφόρου

Και όχι

Οι πειθήνιοι βαστάζοι μιας εποχής,
Προσποιούμενης το μέλλον μόνον

Για να αποποιείται την εμμένουσα
Υπόστρωση του παρόντος της από

'να στυγνό μάγμα ματαιότητας,

Που οι σοφοί το έβλεπαν πάντοτε
Κατά την διάρκεια της ημέρας και

όχι της νυκτός,

Έλεγε η Επικράτεια και το κορμί της
Εφώτιζε ωσάν ο σαρκώδης ήλιος που

Ώριζε το αιέν πεπρωμένο της στιγμής
Από μια αφανέστερη δικαιοσύνη ότε

Ο

Κόσμος χρωστάει κάποτε ν' αποσύρεται
Προς όφελος της αλύγιστης Ομορφιάς·

Υπήρχαν όπως πάντα αναιτιότητες και
Περιττά απομεινάρια χρόνου στο μέσον

της ζωής

Τα οποία δεν έδειχναν να ανησυχούν
Ιδιαίτερα την όμορφη νεαρή γυναίκα

που έστεκε στο

Κέντρο του ορατού ευθυβολώντας με
Την όψη της μια προφητεία σκοτεινή·

Ακόμα υπήρχαν και οι επαίτες των ωρών
Που προσπαθούσαν να τις μετατρέψουν

σε χρόνια

Και κυρίως ήταν που

Ο συνωστιζόμενος κόσμος με βιάση άνοιγε
Και έκλεινε πόρτες που οδηγούσαν από το

έξωθεν

στο εξώτερον της οικίας,

Ποιος μένει εκεί, ρωτούσανε χωρίς κάποια
Απάντηση να παίρνουν από πουθενά, ίσως

εμείς,

αποκρίνονταν μόνοι τους,

γιατί

Όχι εμείς, ξαναλέγανε, κι επιχειρούσανε
Να ξαναμπούν στην οικία μένοντας σαν

Σε ανεξήγητη μαγεία μετά 'πό λίγο πάλι
Έξω· πάντα εντοπιζόμενοι μετά το πέρας

της ζωής των

έξω,

Οικία τοσούτον έκπαγλη και φωτεινή που
Ο κύριός της καίτοι λείποντας επί μακρόν,

δεν θα μπορούσε

παρά να' τανε αυτός

Που θα 'μενε ακόμα εκεί·