Saturday, December 3, 2011

ΚΑΥΚΑΣΟΣ

Αυτή, Προμηθεύ, είναι η νύχτα σου,
Του 'λεγε η νεαρή Ασία ψηλά πάνω

στον βράχο

Ενώ από κάτω έχαινε ο κόσμος σαν το
Βάραθρο που σιωπούσε· νύχτα τόσον

Φωτεινή όσον και ένας κρίκος χαμένος
Στα αιολικά σύμπαντα της τέχνης του

νοείν,

Προμηθεύ,

Και τοσούτον, λέγω αλήθεια, σκοτεινή
Όσον και μια φωτιά στην έννοια θεός,

Κι εσύ δεδεμένος άρτι και απελεύθερος
Υπερέχεις του κόσμου τούτου μόνον ως

όμηρος της πραγματικότητας

και ποτέ ως πολίτης της,

Είσαι άραγε ο ζωντανός, ειπέ μου, ως εάν
Οι των πόλεων νεκροί αιώνιοι που ακόμα

Δεν ηξεύρουν έρμαια του φωτός που είναι
Τόσο! μα και οι ομιλίες κι οι κινήσεις τους

δεν είναι παρά

τα ίχνη του θεού

σε άμμο δαιμονική

Εφ' όσον και αφ' ότε τελεσθούν· ή είσαι
Ο νεκρός, όσο και οι ζωντανοί που ίσως

Δεν αποφύγουν για ακόμα μια φορά να
Πεθάνουν από συνήθεια και πειθώ προς

Την φλεγομένη τροχαλία των άστρων που
Συσπείρει παντού ρόλους και πεπρωμένα,

Και κυρίως,

μιαν ακόμα ημέρα κάτω από αυτόν

τον ήρεμο παμφάγο ήλιο,

Του 'λεγε η νεαρή Ασία και το ευγενικό
Πρόσωπό της έλαμψε σαν ο πολύτιμος

λίθος

στην θέση μιας λέξης,

Μα είναι η ζωή, Προμηθεύ, είναι πάντοτε
Ο θρίαμβος του ενός δευτερολέπτου όταν

Χορηγεί την ασωτεία ενός σφυγμού στις
Αρτηρίες αυτού του παγκόσμιου ονείρου,

Κι εσύ, αιτώντας έναν παράδεισο στην γη
Δεν είσαι παρά ο πλεόν μισητός ανάμεσα

σε

Θεούς και δαίμονες εξ ίσου, ότι το κάλλος
Της σάρκας δεν στέργεις να παραδώσεις

Βορά μήτε της σκοπιμότητας μηδέ όμως
Και της τύχης, και αλήθεια επιζητείς ένα

Σπίτι για τον άνεμο και προσβλέπεις στους
Ποντοφρενείς κυματισμούς των κορυφών

των ορέων

πάνω στην αιέν

Μαθητιώσα αντίληψη της ανθρωπότητας,
Ευ, Προμηθεύ, ιδού το Υδρόγειο Θέατρο,

ιδού η Μαγεία,

Και τώρα, μετά από τόσους αιώνες τι; μην
Η σκλαβιά ακόμα για μια νύχτα, ή μήπως

η ελευθερία

για μιαν ολόκληρην

Πρωία της Έννοιας,

Μην ακόμη μια περιστροφή στα νήματα
Των δαιμονικών χρόνων, ή ένα έλεος της

αχρονίας

στους απείθαρχους λειμώνες

των εφήβων οφθαλμών,

Τον ρώτησε η Ασία, και κίνησε σα σύννεφο
Πάνω από το μεγάλο βράχο προς το μέρος

του άνδρα,

Ο οποίος όλη εκείνη την ώρα την εκοίταζε
Είναι αλήθεια μια με αγάπη και μια με την

αδιαφορία,

Το δεδηλωμένο όραμα ενός κόσμου που
Κινείτο από κάτω του τόσον ήσυχος και

Τόσον, μπορεί να πει κανείς, επιθανάτιος
Από βούληση όλως εξωιστορική και ένας

Λογαριασμός ακόμα ανοιχτός απ' τις πιο
Παλιές των ουρανών αντίπαλες λάμψεις,

Μην κρίνοντας σκόπιμο

να προσπεράσει·

Άνθρωπος που με ανθρώπους παλεύει
Δεν είναι κάτι διάφορο ή περισσότερο

ενός ζώου,

της είπε τότε,

Εκείνος που με τους θεούς ωστόσο
Πέπρωται να μάχεται είναι γι' αυτό

Ο πρώτος βεβαιωμένος άνθρωπος
Στην μνήμη της Φυσικής Ιστορίας,

κατέληξε,

Και έμεινε για ολίγο σκεφτικός, τόσον
Ώστε να μην ξανασκεφθεί αυτό μόλις

που δήλωσε,

Ενώ η νεαρή Ασία με ένα τρυφερό φιλί
Στα χείλη του, απέδιδε ένα ακόμα φως

κρυπτόν

στην μεγάλη ήπειρο,

Που σιγαλά περιστρεφόμενη ομού με
Όλη την γαία, γύρ' από 'ναν ήλιο στα

αστρικά σκότη

απομεμακρυσμένο,

Δεν είχε λόγο να μην θέλει να φωτίζει
Μες στους αιώνες περισσότερο ακόμα·