Friday, August 19, 2011

ΑΥΓΗ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ

Υπάρχουμε πάντοτε σαν ένα άχραντο
Όνειρο στα μυαλά των κατοίκων της

γης,

Ελί,

Και εκείνοι μηδέποτε απορώντας την
Ουράνια σιωπή, εργάζονται ωσάν οι

Μορφές που λύονται από τα έγκατα
Της νύχτας είναι πραγματικές· έλεγε

Η αιώνια ερωμένη στον άνθρωπο που
Κοιμότανε με τα αστέρια ανοιχτά και

Με ένα βάραθρο να χάσκει δίπλα του,
Περιέχοντας στον βυθό του την πόλη

την

Μεγάλη να φυοβολεί από τις στέγες της
Το δέντρο του κόσμου που ανέφαινε ως

το χείλος του ύπνου·

Πόσος, Ελί, είναι

Ο ενιαυτός που έζησαν οι άνθρωποι
Έως σήμερα, και το ίχνος είναι ποιο

Π' αφήσανε επάνω στην αγάπη, μα
Αληθώς εγώ σου λέγω, ο άνθρωπος

Είναι ακόμα μια σταλαγματιά νοός
Σε ένα απέραντ' ωκεανοστάσιο της

Σκέψεως του θεού, που είναι αυτή η
Υαλώδης ύλη του υπερπραγματικού

καθώς

μεθίσταται του πραγματικού,

και

Ενόσω οι πνοές των ζωντανών έχουνε
Θαμπώσει αυτή την επιφάνειά του με

χρόνο,

Με χρόνο, Ελί,

όμως

Ιδού η πλάση! είναι όλη ένα σκιώδες
Γυαλί στ' οπού άλλο δεν θα δεις παρά

Το ίδιο πρόσωπο του Δαίμονα, κάθε
Φορά· η Φύση Ελί, είναι ένας μόνον

Θεός αναποδογυρισμένος στην αιώνια
Κατάδυσή του στα ύδατα της αληθείας

του·

Κι εμείς

Συλλέγουμε ακούραστα τα δίχτυα από
Τον χρυσόμαυρο ωκεανό του, θάμβος

της έννοιας ανταλλάσσοντας

με ένα προσιτό

πεπρωμένο

Δόκιμο θρίαμβο στην απτή ορατότητα
Ομιλώντας , και μια ληξίφωτη οφειλή

Του θανάτου στους ζωντανούς αιτώντας
Στο αιέν λικνιζόμενο φως της στιγμής·

Έλεγε η νεαρή γυναίκα και παρατηρούσε
Με προκόσμια αφοσίωση το πρόσωπό του

που έφεγγε ενόσω κοιμόταν

το φως αλλόισκιων μορφών

Από ενύπνια μη καταχωρημένα ακόμα
Σε καμμία αντίληψη ζωής και θανάτου·

Ιδού εμείς· υπήρξαμε, νυν υπάρχουμε
Και θα υπάρξουμε ξανά στις πτέρυγες

Ενός ονειρικού μύλου περιστρεφόμενοι,
Τον πλήρη κόσμο περιστρέφοντας στην

ελικώνια σκέψη μας,

συνέχιζε να του λέει,

Ο άνθρωπος, Ελί, είναι ο γεννήτωρ του
Κόσμου τον οποίο βλέπει και ενοικεί, κι

Ο σοφός γνωρίζει πως ό,τι προσφύει τον
Θνητό στην αθανασία είν' αυτή η λευκή

τρέλλα του

Να επιβάλλει τη ζωή στο πραγματικό· σαν
Άνεμος που όλην νύχτα μανικώς σφυρίζει

Έξ' από έρημο σπίτι, και στ' οπού κάποια
Στιγμή τα φώτα ανάβουν κι εμφανίζονται

οι νεκροί των εποχών

προσποιούμενοι ως οι ένοικοι

και ζώντας πραγματικά μόνον αυτοί,

Μ' ένα λίθινο χαμόγελο να τους εναποδίδει
Ανάμεσα στους ζωντανούς και τους άλλους

νεκρούς

Που τον μητρώο τάφο της καθημερινότητας
Δεν επιχείρησαν ποτέ να ανταλλάξουν μ' ένα

Θέατρο του θαύματος που ξέρει να μαγεύει
Πάντα τα ορατά προς το όφελος μιας νέας

αυγής

των

ειδώλων,

Ελί, νεκροί και ζωντανοί, το συναριθμημένο
Πλήθος τους εν· θα υπάρξει όμως αληθινά

ο

Που ξέρει όχι μόνο να ονειρεύεται αλλά και
Να κάνει έναν κόσμο να ονειρεύεται εξίσου·

Την πλήρη καθυποταξία του πραγματικού
Χρεώνοντας στον εαυτό του και μόνον και

Το θάμβος των γεγονότων στρέφοντας υπέρ
Της εφόδου του προς τις γεώδεις πύλες ενός

χρόνου ποιητικού·

Έλεγε η νεαρή γυναίκα

στον ερατεινό κοιμώμενο,

Ενώ οι πρώτες πυρρόθεες ακτίνες της αυγής
Κατέκλυζαν τον κόσμο που φάνταζε σαν ένα

Πλανητικό ξενοδοχείο να απλώνεται μέχρι
Τις εσχατιές των εσωτέρων άστρων του νου·

Εκείνος με τα μάτια ανοιχτά υποδεχόταν ήδη
Τα περιπαθή υγρά φιλιά της, ενώ έξω από το

παράθυρο

Η ίδια πάντοτε μνημειώδης ορατότητα της
Αυγής εδώ και εκατομμύρια χρόνια, ήτανε

φανερό

Πως

Απομνημόνευε την πρωινή μυσταγωγία
Του έρωτα

στις κατακόκκινες φωταψίες της·

Την μία υπεροχή της αγάπης ανά τον
Θολωτό μες στις μυριάδες σκέψεις του

κόσμο

Σιωπηλά μεθερμηνεύοντας με την ώρα
Στο επερχόμενο χρυσαφένιο φως μιας

κορυφαίας του ήλιου

μεσημβρίας·