Friday, May 20, 2011

HER ZOIGIT UNS HINIDINE WILICH LEBIN SI IN HIMILE

Την νύχτα εκείνη ο βασιλιάς Κόνραντ
Είδε το ίδιο όνειρο ξανά, ενώ φλέγετο

στον πυρετό,

Και η Κωνσταντινούπολη έξω από την
Κάμαρά του φάνταζε σαν μια οπτασία

υγρής φωτιάς

που είχε αρπάξει την οικουμένη

Και καθρεφτιζόταν σιωπηλά στα νερά
Του Βοσπόρου· έβλεπε ξανά εκείνο το

βουνό

Που στις τόσο παλαιές όσο κι η κτίση
Πλαγιές του αναρριχώνταν τα πλήθη

Προς μια, θρυλείτο, εσχάτη Πόλη του
Κόσμου που απλώνετο κρυμμένη από

αιώνες

στις μοναχικές κορυφές του·

Ενώ από κάτω τους έχαινε η πιο μαύρη
Άβυσσος που μπορεί μάτι ανθρώπινο να

δει

ή να μην δει

Και από πάνω ψηλά πετούσε σε μεγάλους
Κύκλους ένας χρυσαετός που ανά στιγμές

έμοιαζε να είναι

ο ολοένα και πιο απομεμακρυσμένος

από τον κόσμο ήλιος·

Δεν ξέρουμε γιατί ανεβαίνουμε το βουνό,
Έλεγαν μεταξύ τους οι ορειβάτες, και δεν

Είμαστε καθόλου σίγουροι πως θέλουμε
Στις κορυφές του να πατήσουμε, όμως

Εμείς είμασταν από πάντοτε εδώ, άλλως
Όχι· διεπίστωναν φωναχτά με χυτευμένο

στα
πρόσωπά τους

Τον αγριωπό κάματο της ισορροπίας·

Ούτε θυμόμαστε ποτέ να υπήρξαμε στην
Επιφάνεια της γης και στους πρόποδες

Αυτού του πελώριου τείχους του ουρανού
Μήποτε να 'χουμε φθάσει· ποιος εξ αρχής

Μας κρέμασ' εδώ πάνω, απ'όπου αδύνατον
Να κατεβούμε πια, μα και προς τα άνω να

προχωρήσουμε

καθόλου εύκολο δεν έμοιαζε ποτέ,

Αυτό λίγο μας μέλει τώρα,

Έλεγαν και τίνασσαν τα χέρια τους σε μια
Άλλη θέση λίγο πιο ψηλά και επισφαλή το

ίδιο όπως κι η πρότερη,

Εμείς, μία την επιλογή που μας επιλέγει, δεν
Ημπορούμε να αρνηθούμε, κι ό,τι μας σώζει

Δεν είναι παρά ένα βήμα γκρεμού παραπέρα
Και ό,τι μας απειλεί δεν είναι παρά ο ίδιος ο

αδύναμος

Κρίκος μιας στιγμιαίας σωτηρίας, καθώς το
Ύψος σε ύψος σωρεύοντας άλλο δεν έχουμε

Απ' το να μεγαλώνουμε την απόστασή μας
Από την φημολογούμενη στους πρόποδες

ζωή

Και αβυσσαλέο το μνημείο του θανάτου ν'
Απολείπουμε σε δυσθεώρητο πλέον από

κάτω μας

Κενό,

Και οι κορυφές από στίγματα που κάποτε
Μας φαίνονταν τώρα να φαντάζουν ωσάν

Τείχη μιας Πόλης παλαιότατα κρυμμένης
Μέσα στα υψηλά σύννεφα του χρόνου να

προβάλλουν περιμένοντας

το ίδιο ανέκφραστα

είτε τον ερχομό είτε τον χαμό μας,

Έλεγαν και τους έβλεπε ο βασιλιάς Κόνραντ
Στ' όνειρό του να συσπειρούνται ολοένα στο

χάος

ομαδόν

Και ν' αποκολλούνται μεταξύ τους μέσα στην
Αρχαία υπνοβατούσα ομίχλη που 'κρυβε την

θέα τους

αποκαλύπτοντάς τους ξαφνικά σ' άλλο

σημείο

Σαν μια μαγεία που διέπραττε μέσα σε μιαν
Αιώνια νύχτα κάποιος ξεχασμένος ορεσίβιος

θεός·

Ο δε βασιλιάς πεταγόταν έντρομος κάποιες
Στιγμές από την κλίνη του όταν ανεγνώριζε

ανάμεσα στους ορειβάτες

Και τον ίδιο ν' αγωνίζεται να κρατηθεί

σε κάποια πλαγιά,

Ενώ οι στρατιώτες του Μανουήλ Κομνηνού
Είχανε πάρει εντολές να μην διακόπτουν τον

υψηλό περιθαλπόμενό τους

στα ξέσπασματά του στο μέσον της νυκτός·

Και η φωτιά που άρπαζε τον κόσμο μέσα
Στον πυρετό του φαινόταν όπως πάντοτε

εκεί

να καθρεφτίζεται

στα εγκλωβισμένα νερά του Βοσπόρου

Αν και σαφώς πιο ήρεμη, μίαν ολόκληρη
Πόλη στ' όνειρο ενός ανθρώπου πλέον μην

διεκδικώντας,

χωρίς αυτό να σημαίνει ωστόσο

πως δεν την είχε

μυστικά κυριεύσει·