Sunday, May 8, 2011

Ο ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ HANS ROTT

Μα αφήστε κάτω κύριε το ρεβόλβερ
Επιτέλους , έλεγε ξανά ο έντρομος

επιβάτης

στον άνθρωπο με την φωτιά στο

υπερωκεάνειο μυαλό του

Και την λάμψη μιας ολοκαίνουργιας
Εποχής στο σκυθρωπό βαγόνι του

τραίνου

Που μετέφερε τα υπνωτισμένα πλήθη
Από το ένα σημείο της ζωής στο άλλο,

Μην αφήνοντάς τα να ξυπνήσουν μήτε
Στην αφετηρία μηδέ ωστόσο και στην

άφιξη,

Σας είπα κύριε, δεν με ακούτε, κανένας
Κύριος Μπραμς δεν έχει παγιδεύσει το

τραίνο

με εκρηκτικά,

Eίστε τρελλός κύριε,

Κατέληξε ο επιβάτης αναρωτώμενος
Αν θα έπρεπε να αρχίσει να τρέμει σαν

ψάρι

ή σαν έλλογο ον,

Ή έστω σαν φως λυχνίας που τρεμοπαίζει
Σε ανθρώπινο εγκέφαλο αρνούμενο ακόμη

Να παραδώσει στα σκοτάδια τα πανέρημα
Σπήλαια και τις άδειες στοές της συνείδησης,

είστε τρελλός κύριε,

Εγώ ξέρω καλύτερα από σας!, του απάντησε
Ο άνθρωπος με το ρεβόλβερ, φωνάζοντας

συνεχώς

σε αόρατους φίλους του,

Γκούσταβ, Γκούσταβ, ο κόσμος είναι πάντα
Μια συμφωνία όχι τονική αλλά τονούμενη

στη δική του ανεμπόδιστη τρέλλα

και μόνον,

Και εμείς, στροβιλιζόμενοι δαίμονες της νέας
Συμφωνίας ανάμεσα στον ουρανό και την γη

Εξοβελιζόμαστε κάποτε από την τροχιά μας
Ως ατμός από την κάμινο της αμαξοστοιχίας

Και αποβαίνουμε τα πνεύματα ανίκητα στην
Εποχή μας, Γκούσταβ, όσο ακριβώς αφίεται

ο ήχος της ορχήστρας

Να πλημμυρίσει την επικράτεια της Ιστορίας
Σαν λυτρωμένη θάλασσα στο ξέσπασμά της

που πηγάζει μονάχα

από το μέλλον,

Το μέλλον Γκούσταβ! είναι ακριβώς όπως το
Τραίνο αυτό που το 'χει γεμίσει ο Μπραμς με

δυναμίτες

Και κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να τιναχθεί
Στο παγκόσμιο μυαλό μου και μόνον, έλεγε

Και έβαλε απότομα τις φωνές στον επιβάτη,
Σου είπα να μην ανάψεις τσιγάρο! και του

Προέτεινε την κάνη του όπλου περισσότερο
Απειλητικά προς το πρόσωπό του, ενώ έβριζε

Ακατάσχετα προς όλες τις κατευθύνσεις του
Ανθρώπινου γένους· ποτέ σου δεν πρόκειται

Να καταλάβεις

ότι ο κόσμος είναι μια αυθαίρετη μπάλλα

ήχου και εικόνας

Ουδείς νόμος αιώνιος δοσμένος από πάνω
Και μηδεμία η λογική που πρόκειται να τον

υποδεχθεί,

Ότι ο άνθρωπος, ο κόσμος και ο θεός άλλο
Δεν είναι από μία αγία τριάδα εμμονής η

που

Θα περιδινίζεται αργά όχι σε κύκλο αλλά στο
Μηδέν· και το σχήμα αυτού η έλλειψη, είπε

Και άρχισε να φωνάζει πάλι

Γκούσταβ, Γκούσταβ,

Αν για μια στιγμή μονάχα!

Αυτοί οι ασύστολοι υπνοβάτες κατανοούσαν
Πως η αυθαιρεσία κατανικάται μόνον από

Μίαν άλλη πιο λαμπερή αυθαιρεσία, τότε
Αυτό το χιλιοκουρασμένο σύμπαν θα είχε

προκύψει ήδη

ως μια ωκεάνεια συμφωνία αθανασίας

Και η πλήρης ανθρωπότητα ένας άχρονος
Κρότωνας του ηλίου στα κράσπεδα μιας

πιο δημιουργικής πυρολατρείας!

Είπε και φάνηκε να ηρεμεί λίγο·

Μα δεν με λένε Γκούσταβ, κύριε, του είπε
Ο συνεπιβάτης του κατάχλωμος και πολύ

φοβισμένος

όσο και ένα μοναχικό άστρο στο στόμα

της ουράνιας σκοτεινιάς,

Ούτε εμένα με λένε Θάνατο, ήρθε τότε
Η απόκριση απ' την άλλη πλευρά προς

τον εμβρόντητο επιβάτη,

Είσαι τόσο τρελλός όσο και ένα άκαιρο
Πνευστό πάνω στα έγχορδα, μόνο που

εγώ

Ξέρω πού να τοποθετώ τις λέξεις μου, εκεί
Ακριβώς που μπορούνε να γίνουν κόσμος·

Ενώ εσύ επαναλαμβάνεις το ανώφελο ούτε
Καν για μια ζωή, αλλά για μια αμαξοστοιχία

τροχιοδρομημένου φόβου

προς τ' αστέρια·

Του είπε, και εκεί ο συνεπιβάτης του φάνηκε
Να εκπλήσσεται σαν να του κτύπησε ο ίδιος

ο θεός

φιλικά την πλάτη·

Πέρασε αρκετή ώρα χωρίς να ομιλούν και
Οι δυο και μισομορφάζοντας αμήχανα στο

ανθρώπινο κενό

που είχε πάψει να δείχνει τόσο απειλητικό

πλέον·

Ώσπου συμφώνησαν κάποια στιγμή να μην
Αναφερθούν ξανά καθ' όλη την διάρκεια του

Tαξιδιού

στο όλο, εν πάση περιπτώσει, θέμα

Που προέκυψε κάπως ανορθόδοξα, είναι η
Αλήθεια, σε ένα σύμπαν που δεν εφάνταζε

πια το ίδιο αδιαμφισβήτητο

και μοναχικό,

όπως και πριν·