Sunday, May 15, 2011

Η ΑΚΡΟΑΣΗ

Όλα είναι μια πηγή, Άντον, και πάντα
Θα είναι αργά στον χρόνο της φωτιάς,

Καθώς θα ανασυστήνει τις ανθρώπινες
Μορφές αναφλέγοντάς τις στην σιωπή·

Πόσα δευτερόλεπτα, τα λεπτά και ώρες
Που αναρρέουν ωσάν πίδακες ζωής μέσ'

απ' τις σωθικές ανταύγειές της

Και φέγγουν στους τοίχους των αιώνων
Σαν μια ελαιογραφία αίματος στον θόλο

ενός πνευματικού οφθαλμού

Αυτό, δύσκολο να το ορίσει ο άνθρωπος·
Είμαστε μόνον μια φωτεινή στιγμή του

όντος

στον εφιάλτη του θεού,

Του έλεγε το ίδιο το πιάνο του απ' τ'οπού
Η φωνή ανθρώπου ακούγοταν έγκλειστη

σαν

Σ' εκατομμύρια μυαλά αθανασίας· εκείνος
Ήταν ωστόσο τόσο κουρασμένος ώστε δεν

έστεργε

καν να εκπλαγεί·

Και αν είσαι εσύ ο μαέστρος, Άντον, εγώ
Δεν είμαι παρά ένα παλιό έπιπλο το που

Ξέμεινε στον ανθρώπινο μύθο κατά την
Μετακόμιση απ' την Εδέμ στην γη, ποιος

κατευθύνει

Την νύχτα του ανθρώπου και ποιος το φως
Αυτού, τούτο αιεί θα παραμένει η ελευθερία

του καλλιτέχνη,

Δικός του ο γκρεμός , και ο λειμών επίσης
Δική του η απόφαση να συρρεύσει σαν η

Λάμψη ενός πεπρωμένου εορτής αγνώστου
Επί πεζοπόρων χωρίς πεπρωμένα πια, παρά

Μόνον με πεπραγμένα· ο καλλιτέχνης είναι
Ο μυστικός τελεστής μήτε του θεού και του

διαβόλου ούτε,

του ανθρώπου όχι κατ' ανάγκην,

αλλά του χρόνου μόνον,

Ότι αυτός γνωρίζει πώς ν' αδειάζει όλους
Τους διαδρόμους των ενιαυτών από την

Ιστορία

Και να τους πληροί με ένα όνειρο· έως
Σήμερα, ουδείς εξέλαβε αυτό το όνειρο

ως αληθινό

εκτός απ' την αλήθεια·

Του έλεγε το πιάνο, ενώ ο ίδιος ενόμιζε
Εκείνη τη στιγμή πως έπαιζε πάνω στα

πλήκτρα του

Αλλά τα χέρια του ήταν βαριά αφημένα
Στην ράχη του σαν απ' τη κούραση ενός

Αιώνα του οποίου ο χρόνος δεν τελείωνε
Ποτέ· ο άνθρωπος, Άντον, είναι εκείνη η

σκοτεινότερη

νύχτα του εαυτού του και μόνον

Και το φως της αυγής θα τον ευρίσκει σε
Μια σκιαμαχία πάντα, ανάμεσα σε αυτόν

τον ίδιο και το παρατημένο είδωλό του

στο πλήθος,

Και ο νικητής ουδείς ει μη η λυσιάνασσα
Κι αλεξιθάνατος αγάπη προς τα έργα του

χρόνου·

Όλα,

όλα Άντον,

Ανασωπαίνουν κάποια στιγμή στο σύμπαν,
'Εως ν'ακουσθεί η μία φωνή, ψίθυρος ένας,

κάποτε στιγμιαία κραυγή

Ενός Κενού που συσφίγγεται γύρω απ' τον
Θεό και τον κόσμο ανεπιζητώντας ύπαρξη

για άλλη μια φορά

Και ο χρόνος θα του την δώσει, Άντον, και
Οι πολυέλαιοι στις σάλες θα λάμψουν πάλι

Κι οι όμορφες νεαρές κυρίες θ' αναμένουν
Το ιωβηλαίο της τέχνης και της αρμονίας,

Όμως επί σκηνής πλέον δεν θα βρίσκεται ο
Καλλιτέχνης με το πιάνο του, αλλά μονάχα

ο Κόσμος,

για πρώτη φορά σε θέση πρωταγωνιστή,

και

Μήπως δεν είναι κάθε φορά που η τέχνη
Αντικαθιστά την Ιστορία όταν η δεύτερη

αναπαύεται στις πόλεις,

Που ένας τρούλλος φωτιάς υψούται μέσα
Απ' το μέγαρο του Νου υφαρπάζοντας το

μέλλον

σε μια ανώτερη φωταγωγία ελευθερίας,

Ποιος ο ένας και ποιοι οι όλοι, Άντον, και
Ποιο το παραπέτασμα που τους χωρίζει,

αυτό

το λιμώδες αίνιγμα

Θα το καύσει στην μαγεία του ο μέγας Αιών
Εμφανίζοντας μία την απάντηση ζωής στην

κατασκότεινη αγορά του φαίνεσθαι·

Του είπε το πιάνο και σιώπησε· εκείνος τότε
Αν και κίνησε πολύ αργά προς την έξοδο της

άδειας σάλας των ακροάσεων,

η κούρασή του

φαινόταν να έχει υποχωρήσει λίγο·

Όσο ακριβώς θα του επέτρεπε να ξεχάσει
Μια σχεδόν διακριτική τρέλλα των όντων,

σ' ένα κατά τα άλλα

συνηθισμένο απόγευμα,

Να θέλουν να υπάρξουν ακόμα περισσότερο·