Thursday, October 14, 2010

ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Στο δάπεδο φαίνονταν οι άνθρωποι
Στις καθημερινές ασχολίες των ενώ

δίπλα τους

Φύτρωναν και ανέρχονταν οι βλαστοί
Που φυοβολούσαν ένα πέρασμα προς

μιαν απέραντη χρυσαφένια

πολιτεία,

Κάποτε,

Λέγεται ότι την είδε μπροστά του, σαν
Από ξαφνική έγερση απ' έναν μεγάλο

ύπνο

ο άγνωστος κληρονόμος του κόσμου

και σάστισε σιωπηλός,

Είμαι εδώ, του ψιθύρισε η θηλυκή
Φωνή της μυστικής πόλης, πάντα

ήμουν

εδώ,

Είμαι η δική σου κόρη, ο δικός σου
Νους, είμαι ό,τι απομένει από τη γη

Όταν ο θόρυβος κοπάζει και είμαι η
Απόληξη ακόμα όλων των ψιθύρων

Της βαθειάς απόκρημνης νύχτας των
Αιώνων που έως σήμερα δεν παύουν

ούτε για μια στιγμή

Να ανέρχονται και να κατέρχονται·
Σαν πύρινος έλικας από τον ουρανό

την μία

στήλη κτιστής ονειροπόλησης

Θνητού θεού σε γήινη εξορία στους
Ανθρώπους ξανά θα παρουσιάσουν,

Εδώ μονάχα σωπαίνει η λέξη για να
Ακούγεται ο λόγος της, του είπε και

Ένοιωσε την ανάσα της σαν απαλό
Γλυκό αεράκι στο πρόσωπό του να

τον

διανέμει σ' ένα αποσιωπημένο

θαύμα,

Ότι μπορούσε πλέον να μιλάει χωρίς
Ν' ανοίγει τα χείλη του, και του ήταν

δυνατόν

Να μετακινείται παντού ανά την γη
Χωρίς να σαλεύει από την θέση του

Και ακόμα, δεν του ήταν δύσκολο να
Ίπταται βαδίζοντας στο έδαφος, ούτε

Ακατόρθωτο να προχωράει στον αέρα
Σα ρόδινος ήλιος των παιδικών εποχών·

Την μαγεία αυτού του έρωτα, δεν την
Κατέγραψε κανένα εγχειρίδιο ιστορίας

έως σήμερα

καθώς έλεγαν από παλιά

Οι τροβαδούροι της Εδέμ με την σημαία
Της αθανασίας καρφωμένη δίπλα τους

Πως η ψηλότερη κορυφή του κόσμου
Απ' ανθρώπους ορατή δεν θα μπορούσε

να είναι,

Όμως, έλεγαν ακόμη,

αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει,

Όμως,

ξαναέλεγαν,

Αυτό δεν θα σήμαινε ακόμα
Πως κι ο υπόλοιπος κόσμος

πράγματι υπάρχει·