Και έγραφε από το πρωί έως το βράδυ
Τις μεγάλες εκείνες αιτήσεις προς τον
ουρανό
Που έμοιαζε πως από στιγμή σε στιγμή
Θα μιλούσε· και εκείνος δεν μπορούσε
να κάνει αλλιώς
Παρά να παρακολουθεί μια ολόκληρη
Εποχή από τόσο μακριά , τόσο κοντά,
τόσο πολύ
σε σκλαβωμένη ελευθερία
Με την ήρεμη βεβαιότητα ωστόσο ότι
Ακόμα κι ένας κόσμος, ή μία φύση, ή
ένας
άνθρωπος
Στο τέλος δεν θα 'χαν άλλη επιλογή απ'
Το να καταλήξουν στην γραφίδα του·
Η οποία εφάνταζε στα δάχτυλά του ως
Μια μαγνητική βελόνα θεϊκής πυξίδας
που
Έναν όγκο βαρέων αιώνων δεν έπαυε
Να προσανατολίζει πάνω στην τράπεζα
και τ' άδειο χαρτί
Σχεδόν σαν χάρη, χωροφυία μιας χρυσής
Εποχής που μπορούσε μόνον εκείνος να
την βλέπει
Να'ρχεται
Μες απ' την αστόχαστη νύχτα του ζην·