Tuesday, August 31, 2010

Ο ΜΑΓΟΣ

Ερχόταν σαν από γιορτινούς
Αιώνες ο αγέννητος Λεμπρούν,

το

μάτι του

Παραλογούσε άγνωστες φωτιές,
Υπάρχω, μασούλαγε την λέξη σα

ψωμί

Και σα να το πίστευε κάποτε και ο
Ίδιος, συνέχιζε να μιλάει στο θεό

Με προφανώς καλύτερη διάθεση απ'
Όση είχε δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν

Που 'φευγε στα δάση μόνος του να
Κυνηγήσει τις πρώτες έννοιες· και

στιγμιαίως έσχε την

Εντύπωση πως εισάκουγε από τον
Ουρανό τη θεϊκή φωνή μέσα στο

καπηλειό

να του

λέγει,

Λεμπρούν, δεν έχω άλλο χρόνο, μα
Προχώρησε η ώρα, πρέπει να πάω

στη δουλειά

το πρωί,

Καλά, τα λέμε αύριο, του απαντούσε,
Και έμενε μέχρι αργά στο μαγαζί έως

Το επόμενο πρωί της δημιουργίας ενώ
Στη διπλανή κάμαρα ο θεός κοιμόταν

για να σηκωθεί

πράγματι

πολύ νωρίς

Να κατέβει στην ανίκητη έλξη της γης
Ξανά, σε μια μόνον ζωή επιχειρώντας

να μαζέψει

τους ανθρώπους

Των οποίων οι ζωές ξεχύνονταν
Με όχι μεγάλη όρεξη είναι αλήθεια,

Σ' έναν ακόμα αδιευκρίνιστα σε τι
Πανέτοιμο κόσμο

που περίμενε·

Αν και όχι κατ' ανάγκην αυτούς·