Και μέσα στις εύθυμες φωνές και τα ωραία
Τραγούδια συνέχιζαν να βάζουνε κρασί στο
Ποτήρι του οικοδεσπότη, που 'χε πέσει από
Ώρα νεκρός, πιες, του έλεγαν, εγείρου και
Χόρεψε, μονάχα οι νεκροί, Μάθιου, μόνον
Αυτοί, πίνουνε και τραγουδάνε μέσα στην
μεγάλη νύχτα μας, του ψιθυρίζανε γλυκά,
Εκείνος όμως σιωπούσε, αν και μ' ανοιχτά
Τα μάτια του να πέφτουνε σχεδόν αδιάφορα
Σ' έν' αναποδογυρισμένο κηροπήγιο
Που δεν είχε φροντίσει να βάλει κανείς
στη θέση του ακόμα