Sunday, January 24, 2010
Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΝΕΣΤΟΣ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟΥ ΜΟΡΦΥ
Πωλ, η νύχτα είναι πρόσφορη για τα
Οράματα των θεών στην υπερπλασία
του δικού σου
ασταμάτητου
πεπρωμένου,
Έλεγε ο θείος Ερνέστος μέσα από τον
Ύπνο του Μόρφυ, πεθαμένος εδώ και
πολλά
φωσφορίζοντα
έτη,
Πως αληθεύει Πωλ, ότι εμείς οι νεκροί
Ζούμε ξανά όταν οι ζωντανοί έρχονται
Στην αγριεμένη κοιλάδα των ονείρων
Όμως υπάρχουμε μόνο για λίγο, όσο
διαρκεί ένας αιώνας
στα σβησμένα βλέφαρα
της συνείδησης
Και όσο η αστραπή μιας πυγολαμπίδας
Στα παγωμένα κάστρα του θεού τα που
Υψώνονται κατ'αχανές ύψος των υγρών
Θόλων του αινίγματος στις βροχές του
σύμπαντος
Γιατί αληθεύει ακόμα, Πωλ,
ότι
Ο θνητός καραδοκείται από το άγνωστο
Στην ξενυχτισμένη πλάση καθώς ο ίδιος
κοιμάται
Όταν
η ζωή
Ανασαλεύει κάτω από τα σκεπάσματα της
Φυγαδευμένης νύχτας που πέταξε σαν σκιά
Στο στερέωμα κάποτε καθώς ο αιώνιος νους
Κατρακυλούσε από βάρος σε βάρος και από
Λόγο
σε
Λόγο
Και στην επική του κάθοδο έκτιζε και από
Μια πολιτεία των υπνοβατών, και στη ρητή
ρήξη του
Από τα θεϊκά προπύργια δημιουργούσε την
Αγλαή σάρκα που φυλακίζοντας ελευθέρωνε
την
ψυχή,
Όμως το αίμα, Πωλ, το αίμα, δεν είναι άλλο τι
Από το ρυάκι της αλήθειας που σιγορρέει στα
Κρημνιζόμενα γόνατα της πραγματικότητας
Και δες με πόση ευλαβική προσήλωση μέγα
Το πλήθος των προσερχομένων εν ζωή γέρνει
Σ'αυτό και προσκυνά την αποκαθήλωσή του
από το βασίλειο της
βεβαιότητας,
Έλεγε ο θείος Ερνέστος κι η φωνή του έρχοταν
Σαν άδειος διάδρομος από τα μάτια του θεού,
Και τι άλλο είναι η ιδιοφυία Πωλ, από το να ζει
Κάποιος χωρίς χρόνο γνωρίζοντας ότι το μόνο
βέβαιο
στο κόσμο
είναι το όνειρο στην απαλή ισχύ του
Που σαν μνήμη κοσμική και πέπλο μαγικό
Ζει μονάχα μια φορά όσο ακριβώς και ένας
Κόσμος στο μοναχικό δευτερόλεπτό του, να,
Ιδού με βλέπεις, με ακούς, επομένως εγώ ζω
ξανά
Όσο ακριβώς θα ζήσεις και εσύ, μία στιγμή
Είναι αυτή Πωλ, και όχι άλλη, ο άνθρωπος
Είναι η ασταμάτητη διαστολή μιας φλόγας
Κεριού που καθώς γιγαντώνεται λειώνει την
αιώνια
μάσκα
του
Που την σμιλέψαν από σάρκα και νεύρα οι
Ακοίμητοι τιτάνες στον προθάλαμο μήτρας
γυναικός
Που από το σπήλαιό της βογγούσε τον ιερό
Αφρό της Κυθερείας πάνω σε φαντάσματα
Που κατέκλυσαν τις πόλεις και αποφασιστικά
Διεκήρυτταν πως ήταν το μέλλον του κόσμου,
Όμως
εγώ
Πωλ
Νεκρός και ζωντανός σου λέγω την αλήθεια
Τούτη, κάθε μέλλον είναι και από ένα πτώμα
του παρόντος
Και όχι το μέλλον του, ότι δεν γεννηθήκαμε
Ποτέ, δεν υπήρξαμε ποτέ, μήτε εσύ μηδέ εγώ
κι
ούτε
κανένας,
Απλά ομιλούμε σε μια φωτεινή παράσταση
Ονείρου για ένα σύμπαν, όπως ο ερημωμένος
φάρος
στο πέλαγος
Που άναψε
Για μια στιγμή μετά από τους σκοτεινότερους
Ενιαυτούς στην μαύρη θάλασσα κι εκεί ακόμα
Μπορούν να τον δουν οι ψυχές που συρρέουν
Από τις τέσσερεις γωνιές της ύπαρξης, λένε,
Πως θέλουν να μπουν σε σώματα ξανά, όμως ο
Φαροφύλακας δεν φαίνεται πουθενά, μονάχα
το
άδειο
φως
Που δυναστεύει τον άνθρωπο στη σκονισμένη
Κτίση και τον καλεί ξανά να γίνει ο θρύλος του
εαυτού του,
γιατί
Ο μόνος που μπορεί ν'αφηγηθεί για τον άνθρωπο
Είναι ο άνθρωπος και εκείνος που μπορεί τον θεό
Να ιστορήσει είναι μονάχα ο θεός και μεταξύ τους
Η θρυλούμενη παράσταση ενός ανθρώπου των
μαγικών τεχνών
σε μισογεμάτο
επαρχιακό θέατρο ,
Έλεγε ο θείος Ερνέστος και άστραπτε στο όνειρο
Μ' ένα καπέλλο ταχυδακτυλουργού να φανερώνει
τον ίδιο τον ήλιο
και τα άστρα,
Είσαι νεκρός θείε,
Ψιθύρισε στον ύπνο του ο Μόρφυ, νεκρός και
Όμως κινείσαι, και όμως μιλάς σαν ζωντανός
Μα πάνω απ'όλα
Μοιάζεις σαν χαρωπή ερινύα της αλήθειας που
Έρχεται να εισάγει την φάρσα ως τραγωδία και
την τραγωδία
ως διηνεκή φάρσα του θεϊκού
στα νήπια του ύπνου,
όμως
Είσαι νεκρός θείε, και μόλις ανοίξω τα μάτια μου
Η ζωή σου θα πάψει πάλι και η στύγα νύχτα σου
ξανά
θα σε τυλίξει
σε ένα άδειο μορφασμό
Μιας μάσκας χωρίς πρόσωπο πλέον, έλεγε βαρειά
Ο Μόρφυ και άρχιζε να ανοιγοκλείνει τα μάτια του
στην
εγρήγορση
σαν
Κάποιος να πατούσε ξανά τους διακόπτες της ζωής
Επαναφέροντας όχι τον ίδιο, αλλά την ίδια την ζωή
στην
ζωή,
Όχι, Πωλ, ακουγόταν η φωνή του θείου του από τα
Μηνίγγιά του ακόμη, δεν είμαι νεκρός, δες δες! μου
μιλάς
ακόμα
ο ύπνος σου
δεν τελείωσε Πωλ,
Ακόμα η ζωή δεν φάνηκε στα μάτια σου, εσύ θα
Συνεχίσεις να είσαι ο νεκρός της ζωής και εγώ ο
ζωντανός του θανάτου
Ώσπου και οι δυο να προβάλλουμε ξανά στον
Απάτητο χιλιοπατημένο κόσμο μέσα από το
καπέλλο
του
ταχυδακτυλουργού,
Ξυπνώ θείε, απάντησε ο Μόρφυ, ξυπνώ και
Εσύ θα χαθείς από την όρασή μου, και εσύ θα
επιστρέψεις
στον
Άδη όπου δεν ανήκεις,
Όμως ο θείος Ερνέστος σταμάτησε απότομα
Να του μιλά, και ο Μόρφυ διηγείτο αργότερα
πως εκείνη τη στιγμή
ξύπνησε
αν και
Σχεδόν με τρόμο παρατηρούσε πως το καπέλλο
Που ήταν αφημένο στην είσοδο του σπιτιού του
Σε τίποτε
δεν θύμιζε πλέον
το δικό του
Και για μια φωταψία στιγμής του φάνηκε μάλιστα
Πώς άκουσε το γέλιο του θείου του μέσ' από κει