Monday, November 23, 2009

ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


στην Maximin-Maximax


Ο ορυμαγδός της θεότητας καταμεσής
Της βροχής, έλεγε ξαφνικά ο Ντράγκο

Περιμένοντας στο σταυροδρόμι έξω από
Το ξενοδοχείο να περάσει απέναντι, ενώ

η νύχτα

είχε εισχωρήσει

βαθειά

Μέσα στις ψυχές των περαστικών τόσο
Που τους έκανε κάποτε να φωτοβολούν

από το ίδιο

το

σκοτάδι,

Και ο θρίαμβος του τετελεσμένου πάνω
Στην αμέριμνη θνητότητα, συνέχισε να

λέει

αργότερα,

Είμαστε γι'αυτό οι φύλακες της θλίψης
Που την λογίζουμε ως πιο ιερή και από

την

φωτιά

Στις πρώιμες εγέρσεις των πρώτων γόνων
Στην επιφάνεια ενός αδάμαστου ακόμα

πλανήτη

Όμως, νύχτα στη βροχή γεννιούνται οι
Άνθρωποι πάντοτε και νύχτα στη βροχή

πεθαίνουν

Με το στερέωμα από πάνω τους σε πιο
Ισχυρή σιωπή, και ενδιάμεσα από το ένα

Λυκόφως στο άλλο, η θαμπή λάμψη ενός
Ειδώλου που αντανακλά μοναχικό έλεος

στα

αναποδογυρισμένα

ανάκτορα του ουρανού

Ιδού είμαστε ξανά στην ομίχλη οι σιωπηλοί
Χείμαρροι στους αύλακες του χαμού, και

Ολόγυρα ας θροίζουν ανέπαφα οι άνθρωποι
Στα χαμηλότερα της κίνησης και της ωμής

καταχνιάς

των

λέξεων

Και ένα μόνο βλέμμα ζωής αρκεί για να
Απλώσει περισσότερο σκότος και ψύχος

στην θεία λειτουργία

του κρίματος

απλά

να υπάρχεις,

Και ο έρωτας η περίφωτη συγκυρία ανάμεσα
Σε πλάνηση και στιγμή· το βαθύτερο έρεβος

της

γυναίκας

θα μας καθηλώσει ξανά

Σε εγκλεισμό σάρκας και χρόνου, σε μια
Ιερότερη ιδιοτέλεια του πραγματικού επί

της σκορπισμένης

στον ίμερο

φωνής του πλήθους

Και το ηλιακό δίχτυ του πόθου που σύρεται
Από τον συνωμοτικό ουρανό μέχρι τους πιο

Απόκρημνους βραχίονες της αφής πάνω σε
Αφή, μία σκηνή θεάτρου που κρατάει όμηρο

την κατάπληκτη ανθρωπότητα

στα εκμαγεία των

σκηνικών εκφράσεών της

Βλέπω γι' άλλη μια φορά τους αιώνες που
Χέονται σε μία σκέψη ανθρώπου όπως το

φως στην όραση,

όπως οι στίχοι

στο κατάκοιτο ποίημα

Ξανά το πειστήριο της ακεραιότητας της
Νύχτας, ένας μοναχικός επαίτης στα άδεια

στάδια

του κρότωνα

της επιθυμίας

Με την κραυγαλέα σελήνη από πάνω του
Να τον ψύχει σε αποψινή λιτανεία φωτός

Και ένας ψίθυρος στη γωνία του κόσμου να
Επαναλαμβάνει παράτονα Μόορν Μόορνα

Και πάνω απ'όλα ο κορυδαλλός στην λευκή
Πρόσοψη της παιδικής ηλικίας που χάνεται

σε αιωνικές δρασκελιές

στην πιο φωτεινή

οικουμένη,

Μα εδώ

Το κάθε ξέφωτο της ζωής ανθρώπου δεν είναι
Παρά το τέλος του κόσμου και η αρχή του και

η λαιμαργία

ενός θριαμβικότερου

θανάτου

Στα απομεσήμερα της νωχέλειας όταν ένας
Λευκός κύκνος εμφανίζεται ξαφνικά στη μέση

του

δρόμου

Και αμέσως μεταμορφώνεται σε συντέλεια
Που απειλεί να σταματήσει μια για πάντα

την

κτίση

Σε μια στάση, γιατί είναι αλήθεια πως εμείς
Με λεωφορεία καταφθάνουμε στις άδειες

πλατείες

του

ζην

Όμως αναχωρούμε με ατμόπλοια σε πέλαγος
Που αναποντίζεται σε βάθη της πρωτόγνωρης

αχρονίας·

Είναι η ανθρωπότητα, είναι για άλλη μια φορά
Ο ανήλιαγος κύκλος της πτώσης σε μια οικεία

ανοικειότητα

του θανάτου

και εμείς

Θα κληθούμε ξανά να διαλέξουμε ανάμεσα
Σε λείψανα, φάνηκε να καταλήγει ο Ντράγκο,

Ολόκληρη η ζωή μια αντανάκλαση αγνώστου
Φωτός στο βάθος ενός σπηλαίου, και οι ολίγοι

επισκέπτες

κωπηλατούν

σε μια βάρκα

Που αργά προσπερνάει τους νυκτικούς βράχους
Χωρίς να φθάνει ποτέ αυτό το αμυδρό φως που

φαντάζει

να στέλνει σήματα

από τους τύμβους των ονείρων,

Είπε ο Ντράγκο, και κοίταξε ξανά την διάβαση·
Δεν ήταν άλλος κανείς εκτός από τον ίδιο και

'Εναν διστακτικό σκύλο ο οποίος όμως πέρασε
Πολύ πιο γρήγορα στην άλλη μεριά απ'όσο ο

ίδιος,

Δεν γνωρίζω,

είπε,

Γιατί μιλάω μόνος μου και για ποιο λόγο τα λέω
Αυτά, δεν γνωρίζω ακόμα αν αυτός ο σκύλος που

προχωράει μπροστά μου

είναι

ο σωσίας της ανθρωπότητας,

Έχω την αίσθηση πως ο κόσμος είναι και αυτός
Ο σωσίας ενός βασιλείου πραγματικότερου που

αναπαύεται

στον νου μας

Και σαν πυρ δριμύ που φλέγει τα μηνίγγια της
Τρέλλας την ακατάλληλη ώρα, θα αναφανεί,

λέγω,

θα φανεί

Όταν και η τελευταία λέξη δεν θα έχει ειπωθεί
Ακόμα, και όταν ο τελευταίος άνθρωπος δεν

θα έχει ζήσει

ποτέ,

Ολόκληρη η κτίση μία σαγήνη στην άκρη της
Διαρκούς νύχτας, και κάποτε ο υπνοβάτης θα

ξυπνήσει

Και ανάμεσα σε φωτιές θα κάνει ένα βήμα
Ακόμα μπροστά και η ζωή του θα καταπέσει

σαν άδειος φλοιός

στο βουβό δάπεδο της γης,

Και κανείς περαστικός

Δεν πρόκειται να την μαζέψει από κάτω,
Μόνοι μας θα ξυπνήσουμε στην αλήθεια

Με μία θέληση φυγής

ξανά

προς τις απτότητες των όντων

Με ένα τυφλό μάτι σφηνωμένο στα βουνά
Να βογγάει το πρωί αναθεματίζοντας τους

ζωντανούς

Που αποφάσισαν ξανά να μην υπάρξουν
Για να υπάρχουν, και κατά την εσπέρα ο

φύλακας

θα κλειδώσει την πόρτα

απαγορεύοντας την έξοδο,

Είπε ο Ντράγκο και παρατηρούσε με πολύ
Σκοτεινή διάθεση τον σκύλο μπροστά του,

Ήταν φανερό πως το ένα πόδι του ήταν
Σπασμένο και προχωρούσε κουτσός προς

τον άδειο κάδο

των

σκουπιδιών

Η δε ουρά του δεν σταμάτησε ούτε στιγμή
Να τινάσσεται χαρωπά, μπροστά στο από

αιώνες

παγωμένο βλέμμα

του θεού


****************************************************
Η άνω photo , θέμα από το Tattooing the Sutface of The Moon