Saturday, March 15, 2008

ΕΝΑ ΦΩΤΕΙΝΟ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ


Όταν εγένετο το φως, ο κόσμος
Έλαμψε ξαφνικά σχηματισμένος

κι έτοιμος

Οι πόλεις ήταν ήδη εκεί σε μια
Κίνηση αλλόκοτη, κι οι άνθρωποι

προσπαθούσαν

Να μιλήσουν ο ένας στον άλλον
Με λέξεις που δεν βγαίναν από

το στόμα τους

Τα χείλη τους μετεωρίζονταν σαν
Σε απόπειρες κωφαλάλων να

εκφέρουν άρθρωση

σε λόγο

Η δε φύση ήταν και αυτή έτοιμη
Τα βουνά και τα ποτάμια δεν είχαν

άλλη χρησιμότητα

απ'το

Να χρησιμεύουν ως σύμβολα της ζωής
Ουδείς ποτέ αναρριχήθηκε ή πέρασε

ένα από αυτά

Ενώ ο πάγος είχε καλύψει το πλείστον
Της γης, οι ανθρωποι στις καθημερινές

δουλειές τους

Καθρεπτίζονταν σε αυτόν και κάποτε
Τους περνούσε η ιδέα ότι οι ίδιοι δεν

ήταν άλλο

Από φως εγκλωβισμένο σε καθρέπτη
Άγνωστη η πηγή του ειδώλου, εκλήθη

κάποτε και ο θεός

από κανέναν

Κι η όλη δημιουργία μέχρι το τέλος
Κράτησε ακριβώς μία στιγμή ενώ το

Μύνστερ

ήταν μονίμως έξω από το χρόνο

Έρμαιο παρατηρητήριο του ποιητή
Πιθανός προθάλαμος παραδείσου

αγνώστων ακόμα

προδιαγραφών

Και η ποίηση ιερουργία μιας τόσο
Ευχάριστης κόλασης

Ώσπερ φωτεινό μήλο εν μέσω χειλέων
Συσκοτισμένης Εύας

Μα υπήρξαν πράγματι ακαριαία,
Σχεδόν η βασιλεία μιας αστραπής

Τ'άπλετο φως και η πειθώ της ζωής
Και καθ'όλη τη στιγμιαία διάρκειά τους

Ο θάνατος μικρή ρωγμή στο δάπεδο
Απ'όπου έσταζε σιγά σιγά ο άνθρωπος

όλο το δανεικό της σάρκας του

ημίφως

Της όλης αυτής διαδικασίας ήτανε ο ίδιος
Μοναχά ο σαστισμένος παρατηρητής·

Κι ο θάνατος

εξ ίσου