Sunday, December 16, 2007

Η ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗ


Η πόρτα της αποθήκης ήταν μισόκλειστη
Το τι στιβάζαν εκεί κάθε τρεις και λίγο

οι σιωπηλοί

αργοναύτες

Τούτο δεν ήταν φανερό σε κανένα

Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι αυτοί
Δεν είχαν πρόσωπα, μασούσαν μήλα

Και βλαστημούσαν άγαρμπες κατάρες,
Ιάσων, φώναζε μέσα από την αποθήκη

το χρυσόμαλλο δέρας,

Ιάσων, μην φορτώνεις άλλο την αποθήκη
Ο κόσμος θα συνεχίσει να γυρίζει

Η θάλασσα θα συνεχίσει να μην υπάρχει
Το αίμα θα γίνει νερό και το νερό θα τρέξει

στην πλατεία της πόλεως

της μεγάλης

Ιάσων, κι η πόλις αυτή πόλις θνητών δεν είναι
Κι εσύ κοιμάσαι εδώ σέρνεις τη σκιά σου

Μακριά απ' το πραγματικό σου σώμα , εμένα,
Εσύ πεθαίνεις στις κόκκινες ανταύγειες κάθε

πρωινού

Όμως εγώ μιλάω εσύ όχι, δες τα λόγια σου
Πέφτουν βαρειά στο έδαφος φυτρώνουν

μανιτάρια

στη βροχή

Και το δάσος του πραγματικού σιγά σιγά
Πια δεν υπάρχει έρχονται οι άνθρωποι

σηκώνουν

τις πέτρες

Βλέπουν σκορπιούς και φεύγουν αμέσως
Ενώ βαρειά τα νερά της βροχής δεν έχουν

Πού να πάνε, μαζεύονται σε δυο άγρια μάτια
Έτσι σχηματίστηκε το πρώτο ανθρώπινο σώμα

Ιάσων,

Κι η μοίρα σου είναι να τριγυρνάς με την Αργώ
Στα βεβαρυμένα νερά της δικής σου ύπαρξης

Και να μιλάς με νοήματα με φωνή όχι
Στο ατίθασο Άγνωστο που σέρνεται σαν

ψίθυρος

πάνω στη μάντρα

του σχολείου

Όμως εσύ Ιάσων δεν είσαι ακόμη νεκρός
Αλλά ούτε και ζωντανός, μα σαν νύχτα

χωρίς αστέρια

θα πλανάσαι στον Λαβύρινθο

της Κολχίδος

Ώσπου μια έμμονη ιδέα γρήγορα
Αθάνατο σε κάνει και ήρωα

της τρέλλας σου και μόνον,

Έλεγε το χρυσόμαλλο δέρας ενώ η μάσκα
Του Ιάσονος ξενυχτισμένο πρόσωπο στο

δάσος

γελούσε δυνατά