Sunday, October 14, 2007

ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ


Όταν πεθαίναν οι άνθρωποι ξυπνούσαν
Σε ένα δωμάτιο που δεν ήταν το νεκρικό

Αν και η πρώτη σκέψη που έκαναν

τους βεβαίωνε

πως ήταν νεκροί

Κατέβαιναν ωστόσο γρήγορα γρήγορα
Τις σκάλες για πρωινό με τους άλλους

Πλέναν τα χέρια και το πρόσωπό τους
Και κάθονταν στο τραπέζι ανοίγοντας

την εφημερίδα

ενώ ήδη καθισμένοι οι ζωντανοί

τους ανέμεναν,

Μάικλ, τα νέα σήμερα δεν είναι καλά
Λέγαν στο νεκρό, και κοιτούσαν λυπημένα

το πάτωμα,

Τι συνέβη, τους έλεγε αυτός μα εκείνοι
Δεν συνέχιζαν, πίναν το καφέ τους

Και ετοιμάζονταν να φύγουν στη δουλειά,
Δεν φαίνεται τίποτα, σκεφτόταν μέσα του,

Μάλλον δεν κατάλαβαν πως είμαι νεκρός
Ας πιω το καφέ μου μη δείχνοντας ταραχή

Μόνος μου να προδοθώ ας μη το κάνω
Πραγματικά δεν φαίνεται να διαφέρω

Από τη τελευταία φορά που ήμουν ζωντανός,
Κι έβλεπε τη φιγούρα που του χαμογελούσε

από πάνω του

καθώς

του γέμιζε τη κούπα,

Λίγο κουρασμένος δείχνεις, του 'λεγε αυτή,
Κατά τ' άλλα δεν διαφέρεις από χθες,

Και αυτός ανταπέδιδε το χαμόγελο με τρομερή
Καχυποψία, τα λόγια της φαντάζανε απάντηση

Στα δικά του τα από μέσα του τα μηδέποτε
Ανακοινωθέντα έξω, τα τόσο μυστικά και

τόσο κρίσιμα,

Κι έχεις κι ένα σημάδι στο πρόσωπο, κατέληγε
Η χαμογελαστή φιγούρα, μάλλον θα το 'κανες

στον ύπνο σου

χωρίς να το καταλάβεις,

Ναι, απαντούσε αυτός ανακουφισμένος,
Στον ύπνο μου θα το 'κανα δεν ξέρω πώς

μα θα φύγει,

Και σηκωνόταν γρήγορα να ετοιμαστεί
Να πάει στη δουλειά του αφήνοντας

τη χαμογελαστή μορφή

Που τηλεφωνούσε ήδη στο

γραφείο κηδειών