
Τα σπίτια ήταν άδεια μάρμαρα σε φυγή
Και οι όψεις των προσώπων κέρινες φλόγες
Σαν απογευματινό τσέμπαλο σαν λεπτό
Σχοινί που βάρος μεγάλο κατακρατάει
Με ευκολία επιδεικτική
Και στο βάθος του κρυμμένου δώματος
Ο άνθρωπος των βροχών κοιμισμένος
σε μια κουνιστή πολυθρόνα
Πηγαινοερχόταν
Ως εάν ήταν το εκκρεμές του κόσμου
Και σε κάθε ώση προς τα οπίσω
Γινόταν νύχτα ενώ σε κάθε ώση
μπροστά
Εγείρετο αμέσως το χρυσαφένιο πρωινό
Σαν αποσβολωμένο άγαλμα ξεχνώντας
Τις δυο λέξεις που 'θελε να πει
Είχαν οι άνθρωποι λίγο χρόνο ακόμη,
Είναι νεκρός είναι παρατημένος εδώ και
Αιώνες σε αυτή τη πολυθρόνα, μνημόνευε
Η άγρια καμαριέρα με το δρέπανο στα μάτια,
Παρατημένος σαν κουφάρι του χρόνου
Που το συντηρεί σε θέα συνεχόμενη η ίδια του
Η αναποφασιστικότητα - κατά πόσο θα 'πρεπε
ν' αναστηθεί ή όχι,
Κι ήταν στ' αλήθεια ξέσκεπη η οροφή
Μια έμπαιναν τα άστρα μια ο ήλιος
Και το χέρι του νεκρού μονίμως αφημένο
Έξω από τη πολυθρόνα
Πάντα έτρεμε λίγο
