Tuesday, October 2, 2007

ΤΟ ΣΤΑΜΑΤΗΜΕΝΟ ΟΡΑΜΑ


Στην γέφυρα είχε μαζευτεί ο κόσμος
Από νωρίς για ν' ακούσει τις ημέρες

τα νερά χάνονταν

η πόλη έτρεχε

ο ουρανός σιγοέκαιγε

Ένα παιδί φορώντας τον θεό
Άντι για μάτια πήρε να φωνάζει

έρχου έρχου

Αμέσως εγείρονταν από το πλήθος
Οι επιθυμίες των ανθρώπων

και γίνονταν

πόλεις

Όχι πολύ μετά ορθώνονταν και τα
Απτά επίκεντρα των επιθυμιών

και εγένετο

ο χρόνος

ορατός και απλησίαστος

Ένα ωμό τείχος που υψώνοταν
Από τη Λουκέρνη μέχρι το Μύνστερ,

Δεν βλέπουμε καμμία πύλη
Να οδηγεί εκτός του τείχους,

σιγοψιθύριζαν

οι

άνθρωποι,

Και παγιδευμένοι στη γέφυρα
Βουλιάζανε σιγά σιγά σαν άστρα

στην ακίνητη πόλη,

Είναι έργο του χρόνου και αυτό
Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς,

ξανάλεγαν,

Ακόμα όμως δεν μπορούσανε να δουν
Πως ο χρόνος στην πραγματικότητα

δεν υπήρχε

Μονάχα το τείχος