Friday, September 7, 2007

ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΗΣ ΒΙΛΛΑΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗ


Ενδυμίων, το αίμα που αιωρείται είναι πολύ...,
Ψιθύρισε η Σελήνη καθώς ακουμπούσε

τρυφερά τα χείλη στα δικά του,

Και ο Ενδυμίων γύρισε τότε να κοιτάξει
Και είδε έκταση και γη και πόλεις

Και επ'αυτών τα αμφιθέατρα του Κάιν
Να πάλλονται απ' τις χορδές του λαούτου

Δεν είμαι εγώ αυτός που τα έφτιαξε, άρχισε
Να μονολογεί πετώντας σαν κάποιος να

τον τράβηξε με ένα σύρμα από πάνω,

Είμαι ωστόσο ο έχων την εποπτεία και είμαι
Ακόμη ο θερίζων τη τρέλλα των επιγόνων,

Θα σε κάψω, Ενδυμίων, του είπε ξαφνικά
Η Σελήνη, θα καταπιώ τις σάρκες σου

και θα φτύσω τα κόκκαλά σου

στον άνεμο

Είσαι το δικό μου φάσμα καθώς φυλλομετρώ
Την κόλαση, η σάρκα σου είναι ο μετρητής

της δικής μου ενοχής

Και είμαι εγώ που δοκιμάζω τον εαυτό μου
Στην πιο ακραία ενοχή εγώ είμαι που θέλω

να έλθω

στην

ενδεδυμένη κρίμα επικράτεια


Δεν είναι σαφές προς τα πού προχωρούμε,
Είπε τότε ο Ενδυμίων, οι γενεές της γης

θα έρθουν γελαστές

και με παιδικές ιαχές

θα πληρούν

Τους διαδρόμους και τις σάλες των αιώνων
Θα χτιστούνε ζωντανές σε τείχη νοητικά

μιας

ομιχλώδους

αναγκαιότητας

Προς χάριν μίας φάρσας μιας απτής απάτης
Η τόση σοβαρότης του σκοπού ότι ήταν

παιδικό αστείο

ουδείς υποπτεύετο·

Το τόσο

Έγκλημα που διεκπεραιώθη δεν ετελέσθη
Ο τόσος πόνος που ελήφθη δεν απεκομίσθη

τούτο θα το πούμε

με ασφάλεια

στο τέλος

Και τα πτώματα κείνται ως εάν ήταν κούκλες
Τεταγμένες εν ώρα παιγνίου, οι δολοφόνοι

ποτέ δεν υπήρξαν

και αυτό το είδαμε

στην αρχή,

Ενδυμίων, τον διέκοψε η Σελήνη αγαπώντας τον,
Είναι το δικό μας λάγνο παιγνίδι που σύρεται

κάτω κει

σ' αυτούς

Απ' τον αρχέγονο καθρέπτη του θεού

Σε μύριες αντανακλάσεις χώρου
Και φάσμα ύστερο χιλιάδες φορές

την ηδονή και τα βασανιστήρια

εμείς

θα τους τα δώσουμε

Είμαστε οι πρώτοι ένοχοι που έως τώρα
Προσπαθούν να θυμηθούν την ενοχή τους

Είμαστε η λίμνη του πυρός στον εγκέφαλο
Του ανθρώπου μα προπάντων είμαστε

το αίμα της μαριονέττας

που εκ των ένδον την ταράσσει

σε σπασμό ηδονικό