Monday, March 3, 2008

Η ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΗ ΤΡΟΧΙΑ


Δεν ξέρεις πόση τρέλλα κουβαλάω εγώ
Πάνω μου, συνήθιζαν να λένε οι αγαθοί

Μυκηναίοι

Ο ένας στον άλλον

Διεκδικούσαν δηλαδή με τον τρόπο τους
Και την λογική και τη τρέλλα, τους ήταν

εξίσου ελκυστικές

και οι δυο,

Ωστόσο ο Αγαμέμνων τις έβρισκε άσκοπες
Και τις δύο και ας ήταν απελπιστικά

άσκοπος ο ίδιος

πια

Τα χρόνια της Τροίας είχαν ήδη περάσει
Και δεν είναι αλήθεια ότι τα νοσταλγούσε

ακριβώς

Του φαίνονταν σαφώς αδιάφορα και αυτά
Με ένα μάλλον αμφίβολο ηρωικό παρελθόν

Και με ένα χαμηλών τόνων μέλλον

Φάνταζαν οι Μυκήνες

Σαν καρφί στο πουθενά πάσσαλος λυτός
Στην ερημία οι νύχτες τις εξοντώναν ήρεμα

και τα πρωινά ακόμη πιο ήρεμα

η όλη αργή απόσβεση

δεν ήταν ορατή,

Πρέπει να βάψω τα μαλλιά μου αύριο στο
Κομμωτήριο, είπε αίφνης η Κλυταιμνήστρα,

να τα βάψω ξανθά,

Το πρόσωπό της ήταν σαν σε κενό
Η φιγούρα της στην μεγαλύτερη

νύχτα του κόσμου

Κανείς δεν την άκουγε

Τα μαύρα μαλλιά της είχαν πλήρως
Απορροφηθεί απ'το σκοτάδι

Και το λαμπρό της πρόσωπο το
Μεγαλοπρεπές μάλλον δεν έφεγγε

Ακριβώς στο κενό αλλά σε μια όχι
Και τόσο καλή μίμησή του

Η προσδοκία για μια τόσο άδεια ζωή
Τέτοια που τελικώς θ' άξιζε κάποιος

να τη ζει

δεν ήταν προς το παρόν

του κόσμου τούτου

της δειλής λάμψης, της μισογεμάτης

Με μονίμως κάτι ακόμη να περιμένει
Απ' όπου δη

Για να μπορέσει επιτέλους

να μην υπάρξει