Ιδού, χόρεψε Γιούγκι, έλεγαν ξανά
Στον άνθρωπο που ήταν χτισμένος
Στο βουνό και δεν φαινόταν παρά
Μόλις το χέρι του υψωμένο πάνω
από το έδαφος
σε χαιρετισμό,
Χόρεψε τώρα, ότι ο κόσμος αυτός
Σε λίγο πια δεν θα υπάρχει, είπαν,
Κι άρχισαν να χορεύουν αυτοί ενώ
Οι καταυλισμοί οπίσω τους είχανε
λαμπαδιάσει από φοβερή φωτιά
και κάτω
Από έναν πορτοκαλένιο ουρανό που
Είχε γεμίσει με σαπισμένα άστρα απ'
όπου ακούγονταν συχνά
Αποκομμένες άριες όπερας μάλλον
Του Μόντε βέρντι που πέφταν στη
γη
σαν μετεωρίτες,
Και οι ίδιοι όντας οι τελευταίοι πια
Φωσφορηλάτες κάθε δυνατής ζωής
στα
Ερείπια ενός πολιτισμού που μέσα
Σε ελάχιστο χρόνο είχε επιστρέψει
στη μελλοντική περίοδό του,
προσπαθούσαν ολοένα
να βγάλουν
Μέσα από το βουνό τον άγνωστο
Ο οποίος, θρυλείτο, παρέμενε 'κεί
Για πάνω από εξακόσια χρόνια το
Ελάχιστο, και για ένα λεπτό μόλις
το μείζον,
Αν ήταν άνθρωπος, θεός, τοτέμ ή
Σκύλος, επιπλέον ο γείτονάς τους,
Τούτο δεν είχε σημασία, δήλωσαν
Αργότερα στους δημοσιογράφους
οι εμπλεκόμενοι,
Επιχειρήσαμε αν μη τι άλλο να τον
Γνωρίσουμε, προσέθεσαν και κατά
μία έννοια συνέχισαν
να ομιλούν·
Εκείνος τελικώς εβγήκε μέσα από
Το βουνό, αλλά χωρίς να κοιτάξει
καν γύρω του
προχώρησε προς το επόμενο
βουνό,
Νά' τος, αυτός είναι!
Χόρεψε, Γιούγκι,
του φωνάζαν,
καθ' όσον
Η πλάση συνέχιζε να πυρπολείται
Από βάρβαρες επιδρομές ονείρων
που κατέκαιγαν
Τις πρωτεύουσες και τις πόλεις στις
Οποίες δεν έμενε πια κανείς ενώ στα
ποτάμια και τις λίμνες
ψαρεύανε όλη μέρα
αγάλματα και μήλα,
Υπήρχε ακόμα και μια λιμουζίνα
Πολύ παλαιά, ξαγρυπνισμένo και
παρατημένo δώρο στην άκρη
της τοπικής εορτής,
Για να τιμήσουνε τον ξένο που
Φαινότανε πως εξοικειωνόταν
Σιγά σιγά με το πλήθος καθώς
Τον τραβούσε πεισματικά στον
χορό,
Και εκείνος πράγματι χόρεψε
Μαζί τους όλη νύχτα μέσα σε
έξαλλη χαρά και φωτεινή
νοοφάνεια,
έστω και αν
Ο κόσμος ολοένα και βυθιζόταν
Σε μια τρελλή ταχεία συσκότιση·
Όμως αυτό δεν θα υπήρχε λόγος
Να σημαίνει πως
Κάθε αρχή είχε ήδη λήξει·