Νόημα της ζωής παρεκτός μια
Θραύση του Χρόνου στα υπερώα
Της καρδίας ότε αυτή συνομιλεί
Με τα ξεμοναχιασμένα πεδία της
Ψυχικής ορατότητας μονάχα στη
λάμψη
Της κληρονομικής φωτιάς που οι
Άνθρωποι φέρουν εκ καταβολής
αγνώστου εαυτού,
Και πόσο κατά τη νύχτα της ζωής
Ανάβουν ξαφνικά οι πυρσοί προς
το μήκος της θλιπτικής πορείας
από ημίφως σε ημίφως,
Υπαγορεύοντας μια δυνατότητα
Της φρενήρους υλοφάνειας του
κόσμου αυτού
Που ανά το πλείστον παραπαίει
Ανάμεσα σε σκληρό έθος και τη
λεπτή μαγεία
Και
Τις μυστικογόνες συλλαβές μιας
Τριανταφυλλένιας εμπυρολαλίας
Που εφαρπάζει το σώμα και την
Ψυχή έως τα πέρατα του εαυτού
προς την σκοτεινή επικράτεια
της Αγάπης,
Γιατί
Ακόμα και όταν αυτή η πλάση
Δεν θα υπάρχει, είναι αδύνατο
Να χαθεί ό,τι προϋπάρχει,
Ότι η αγάπη δεν
Είναι συναίσθημα αλλά μυστήριο,
Και ποτέ δεν μπορεί να βληθεί εκ
του
Πλασματικού ονείρου του κόσμου,
Γιατί μονάχ' αυτή τον δημιούργησε
Και δεν έπαυσε ως σήμερα να τον
Δημιουργεί ορμητικώς σε όλες τις
Εφαπτοπραξίες ενός συμπαντικώς
Επιθυμείν τα φωτογόνα δύο, το Έν
επιμερίζοντας
στην ανεκλάλητη
εωσφωσφοριζόμενη ποίησή του,
Και καθεμιά κίνηση και σκέψη και
Πράξη ανθρώπων δεν είναι παρά η
λυτή
Συνέπεια ενός αιεί ακατονομάστου
Πρωταγωγικού έρωτα προτού καν
Ο Χρόνος δώσει την εντύπωση μιας
Μοναχικής ύπαρξης στο περιθώριο
της Εδέμ·
Όμως
Αυτή τη φορά, λέγω πως ο Αιώνας
Ήταν εφ' όλα λυόμενος· κάλλιστα
Θα μπορούσε κάποιος να τον λύσει
Και να τονε συναρμολογήσει ξανά
ως εάν ήταν παιδικό παιγνίδι
ή πρόχειρη κατοικία,
Μα και
Ολόκληρο το σύμπαν τίποτ' άλλο
Από μια δωροκατασκευή χαμένη
Στη σκόνη του νου
Που καλεί πάντα τους εραστές να
Την αποκαταστήσουν στη πρώτη
ομορφιά της
Και
Οι άνθρωποι στον δρόμο υπήρχαν
Ως εάν ήταν μόνο τα βήματά τους
που
Ακούγονταν έως τα κράσπεδα των
Χλωμών αστεριών καθώς τελούντο
Στις παρυφές των αιώνων μήποτε
Ενοχλώντας το θορυβώδες θέατρο
του ζην και του θνήσκειν ,
Και οι προσόψεις των οικημάτων
Είχανε μετατραπεί σε τείχη ζωής
και τείχη ομιλίας
προς όπου
Το
Τι μπορούσε να τα προσπεράσει
Κάθε φορά τούτο δεν ήταν παρά
η προωθημένη τρέλλα καρδίας,
Ότι οφείλουμε πάντα την τρέλλα
Στον εαυτό μας, ειδάλλως θα μας
τρελλάνει η μη τρέλλα,
Κι οφείλουμε ακόμη μια κλοπή
Της ζωής από τους κλέπτες της,
Και τι είναι αυτό αλήθεια που κάνει
Τα μάτια μιας γυναίκας πολύτιμους
Ακριβούς λίθους μέσα στην αιώνια
Φθήνεια του παγκόσμιου ιστορικού
χρόνου
Aν όχι το έξω σχήμα τους, μηδε το
Χρώμα τους ει μη μόνον το σχήμα
της ψυχής της
όταν αγαπάει κι αγαπιέται,
Σαν να μπορούσε το φως μιας ζωής
Να αστράψει όλο σε μια παράφορη
Αγκαλιά και τα υγρά παθιασμένα
Φιλιά μιας αρπαγής σώματος από
σώμα σε
τυφλή κατασπαραγή αγάπης
και
Η αιωνική θλίψη των ονείρων να
Παραχωρήσει επιτέλους ευγενικά
την θέση της
Στο εμμένον υπόλοιπο του Είναι
που ζητά να φανερωθεί·