Η φωτιά είναι ο μόνος τρόπος για
Να γνωρίσουμε το ύψος της ζωής,
Ίλκυς,
Όταν κάποτε η νύχτα πέφτει τόσο
Βαρειά στα μηνίγγια των αστέγων
του χρόνου,
Ώστε δεν υπάρχει κανείς να τους
Περισώσει ει μη ένα άλμα σε κάτι
που μοιάζει
με θάνατο και εξ ίσου
με ζωή
Μα αλήθεια σου μιλώ, για την
Αποχαλίνωση της ορατότητας
Σ' έναν ήλιο του θεού μέσα στο
Στήθος κάθε ανθρώπου, τόσον
στιγμιαίον
Που αρκεί για να διαστείλει τον
Χρόνο μέχρι τους ανακτορικούς
αιώνες
της αθανασίας,
Ότι ο άνθρωπος θα είναι πάντοτε
Μια μονάδα ελπίδας στα σαγόνια
του ζην
Και η νύχτα που τον οδηγεί δεν
Έχει άλλο σκότος κανένα μέσα
της
παρεκτός εκείνου
που τον ωθεί σε ύπαρξη,
Είναι ωστόσο το δικό του σκοτάδι
Κι εντός αυτού θα περισυλλέγεται
κάθε φορά
ο ίδιος ζωντανός·
Έλεγε η νεαρή Κορύνεια, καθώς το
Βλέμμα της αναζητούσε με σπουδή
Κάποιο μπαρ-καφέ στην ωκεάνεια
Προοπτική της λεωφόρου, η οποία
κατ' εκείνη την στιγμή
έλαμπε μονάχ' απ' το δικό της φως·
Υπάρχουμε πολλές φορές, Ίλκυς,
Του είπε ξανά ενώ το παιδικό της
πρόσωπο
εφάνη αίφνης
ως
Μια επίτεχνη θηλυκή καλλιγραφία
Μέσα στην αισθητή ωμοτέλεια της
πόλης·
Τόσες φορές όσες ένα λεπτό της ώρας
Συσπειρώνει μιαν απόφαση στα όρια
ανάμεσα
βεβαιότητα και άγνοια,
Όμως
Ο άνθρωπος είναι προφυλάκιο αγνής,
Αγνότερης άγνοιας που ανασχεδιάζει
την λάμψη του
στα κορυφώματα ανάμεσα ένα και
μηδέν,
Ή μάλλον, σου λέγω, αυτός είναι ο
Ποιητής που ακόμα κοιμάται μέσα
στο μυαλό του,
Γιατί, η ποίηση, Ίλκυς, δεν είναι η
Μονάδα στο πλήθος ποτέ, αλλά το
πλήθος
της μονάδας
Που περιζώνει τα κιγκλιδώματα του
Οράσθαι όταν η νύχτα έρχεται μέσα
στην
ζωηρή ετοιμοπόλεμη ησυχία της
να μας υπενθυμίσει
Τον άλλον εαυτό της ανθρωπότητας,
Εκείνον που αναμένει πάντα ένα το
Θαύμα στα σκαλοπάτια του εσώτερου
Ουρανού της ψυχής, μα τι θα' λεγες να
Μπούμε εδώ, μου φαίνεται ένα πολύ
Συμπαθητικό μπαράκι για ποτό, του
είπε η νεαρή Κορύνεια
κι εκείνος συμφώνησε,
Καθώς μάλιστα έμπαιναν μέσα, το
Βλέμμα και των δυό τους κατέπεσε
στον μεγάλο καθρέφτη του μπαρ
που αντανακλούσε τον χώρο
σε σχεδόν γαλαξιακή προοπτική·
Υπήρχε σε κάθε κάθισμα και από
Ένας θεός σκοτεινός, τούτο είπαν
και οι δυο
πως ήταν βέβαιο,
Και κυρίως,
Η συναίσθηση μιας επικράτειας
Άγνωστης και χαμένης από τον
ουρανό και την γη
και τους ανθρώπους
Που παρέκκλινε σημαντικώς της
Υπόλοιπης πόλεως μέσα σ' αυτήν
την πολυσύχναστη ερημία της·
Οι ολίγοι θαμώνες και ο μπάρμαν
Καθώς και τα πιο απομονωμένα
ερωτικά ζεύγη
Όλοι ομού συνιστούσαν ένα κόσμο
Που είχε αφαιρεθεί επιμελώς από
την γνωστή ζωή,
Προς ένα αδήριτο και εμμένον
καταφύγιο του χρόνου
Όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν
Κάποτε να υπάρξουν κάπως πιο
σοφά·
Τι θα πάρετε, ρώτησε η σερβιτόρα,
Και το εν όλω σκυθρωπό χαμόγελό
της, είναι αλήθεια πως
θα ερχόταν οπωσδήποτε
κάποια στιγμή
Σαν ένας επιπλέον φωτισμός της
Σχεδόν διαβρωτικής ανάγκης για
μια παντοτινή
στο σκοτεινό του χρόνου φόντο
Παρουσία·
Να γνωρίσουμε το ύψος της ζωής,
Ίλκυς,
Όταν κάποτε η νύχτα πέφτει τόσο
Βαρειά στα μηνίγγια των αστέγων
του χρόνου,
Ώστε δεν υπάρχει κανείς να τους
Περισώσει ει μη ένα άλμα σε κάτι
που μοιάζει
με θάνατο και εξ ίσου
με ζωή
Μα αλήθεια σου μιλώ, για την
Αποχαλίνωση της ορατότητας
Σ' έναν ήλιο του θεού μέσα στο
Στήθος κάθε ανθρώπου, τόσον
στιγμιαίον
Που αρκεί για να διαστείλει τον
Χρόνο μέχρι τους ανακτορικούς
αιώνες
της αθανασίας,
Ότι ο άνθρωπος θα είναι πάντοτε
Μια μονάδα ελπίδας στα σαγόνια
του ζην
Και η νύχτα που τον οδηγεί δεν
Έχει άλλο σκότος κανένα μέσα
της
παρεκτός εκείνου
που τον ωθεί σε ύπαρξη,
Είναι ωστόσο το δικό του σκοτάδι
Κι εντός αυτού θα περισυλλέγεται
κάθε φορά
ο ίδιος ζωντανός·
Έλεγε η νεαρή Κορύνεια, καθώς το
Βλέμμα της αναζητούσε με σπουδή
Κάποιο μπαρ-καφέ στην ωκεάνεια
Προοπτική της λεωφόρου, η οποία
κατ' εκείνη την στιγμή
έλαμπε μονάχ' απ' το δικό της φως·
Υπάρχουμε πολλές φορές, Ίλκυς,
Του είπε ξανά ενώ το παιδικό της
πρόσωπο
εφάνη αίφνης
ως
Μια επίτεχνη θηλυκή καλλιγραφία
Μέσα στην αισθητή ωμοτέλεια της
πόλης·
Τόσες φορές όσες ένα λεπτό της ώρας
Συσπειρώνει μιαν απόφαση στα όρια
ανάμεσα
βεβαιότητα και άγνοια,
Όμως
Ο άνθρωπος είναι προφυλάκιο αγνής,
Αγνότερης άγνοιας που ανασχεδιάζει
την λάμψη του
στα κορυφώματα ανάμεσα ένα και
μηδέν,
Ή μάλλον, σου λέγω, αυτός είναι ο
Ποιητής που ακόμα κοιμάται μέσα
στο μυαλό του,
Γιατί, η ποίηση, Ίλκυς, δεν είναι η
Μονάδα στο πλήθος ποτέ, αλλά το
πλήθος
της μονάδας
Που περιζώνει τα κιγκλιδώματα του
Οράσθαι όταν η νύχτα έρχεται μέσα
στην
ζωηρή ετοιμοπόλεμη ησυχία της
να μας υπενθυμίσει
Τον άλλον εαυτό της ανθρωπότητας,
Εκείνον που αναμένει πάντα ένα το
Θαύμα στα σκαλοπάτια του εσώτερου
Ουρανού της ψυχής, μα τι θα' λεγες να
Μπούμε εδώ, μου φαίνεται ένα πολύ
Συμπαθητικό μπαράκι για ποτό, του
είπε η νεαρή Κορύνεια
κι εκείνος συμφώνησε,
Καθώς μάλιστα έμπαιναν μέσα, το
Βλέμμα και των δυό τους κατέπεσε
στον μεγάλο καθρέφτη του μπαρ
που αντανακλούσε τον χώρο
σε σχεδόν γαλαξιακή προοπτική·
Υπήρχε σε κάθε κάθισμα και από
Ένας θεός σκοτεινός, τούτο είπαν
και οι δυο
πως ήταν βέβαιο,
Και κυρίως,
Η συναίσθηση μιας επικράτειας
Άγνωστης και χαμένης από τον
ουρανό και την γη
και τους ανθρώπους
Που παρέκκλινε σημαντικώς της
Υπόλοιπης πόλεως μέσα σ' αυτήν
την πολυσύχναστη ερημία της·
Οι ολίγοι θαμώνες και ο μπάρμαν
Καθώς και τα πιο απομονωμένα
ερωτικά ζεύγη
Όλοι ομού συνιστούσαν ένα κόσμο
Που είχε αφαιρεθεί επιμελώς από
την γνωστή ζωή,
Προς ένα αδήριτο και εμμένον
καταφύγιο του χρόνου
Όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν
Κάποτε να υπάρξουν κάπως πιο
σοφά·
Τι θα πάρετε, ρώτησε η σερβιτόρα,
Και το εν όλω σκυθρωπό χαμόγελό
της, είναι αλήθεια πως
θα ερχόταν οπωσδήποτε
κάποια στιγμή
Σαν ένας επιπλέον φωτισμός της
Σχεδόν διαβρωτικής ανάγκης για
μια παντοτινή
στο σκοτεινό του χρόνου φόντο
Παρουσία·