Friday, September 16, 2016

ΤΑ ΦΩΤΕΙΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, Δ'




Εκείνον τον καιρό η πάσα Γαία ήταν ένα
Φωτεινό, πυρωμένο κομμάτι μέταλλο στο 

μη ορατό αμόνι-βωμό

των εθνών

Και οι άνθρωποι,  δεν απέμειναν παρά ως
Τα θρύμματα μιας εξαντλητικά άγνωστης

Γενεαλογικής νυκτοφρένειας στο Χρόνο,
Που σε απόλυτο σκοτάδι διεμοίραζε στο 

Καθένα ζωές, ρόλους και πεπρωμένα και
Με τον Προμηθέα, δεσμώτη ακόμα πάνω

στο μέγα πηδάλιο του Καυκάσου,

Να παζαρεύει με τον Δία την διαφυγή των
Ανθρώπων σ' ένα πολύ πιο ευνοϊκό ξέφωτο

του παμφάγου Μυστηρίου,

Απ' όσον ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι η
Υπνωτισμένη λίμνη της καθημερινότητας

στις καταλήξεις κάθε εαυτού·

Οι δε δρόμοι των Αθηνών δεν είχαν αποβεί
Τίποτε άλλο από μια τυφλή εσχάρα μικρών

Συμμαζεμένων ονείρων σε κομμένα λεπτά
Και δευτερόλεπτα που πετούσανε παντού

Ανάρχως, σαν βέλη δαιμόνων επιχειρώντας
Να κτυπήσουν τους περαστικούς, οι οποίοι

Κάποιες φορές επετάχυναν ασυναισθήτως
Τον βηματισμό τους για να τα αποφύγουν·

Είχε πολλά πράγματα στο μυαλό του κατ'
Εκείνο το απόγευμα όταν αίφνης πρόσεξε

Την μεγάλη λεωφόρο εμπρός του να έχει
Πια μεταμορφωθεί σε μια πεταμένη στην

Υποφωτισμένη πόλη γαλαξιακή γιρλάντα 
Ποιήματος που' πρεπε να γραφεί με όλες

τις φωνές

Των ανθρώπων καθώς έρχονταν μέσ' από
Το θαμπό φως της ηλιακής ασφάλτου που

έδυε σύμμορφη

Στη τάφρο μιας καθολικότερης διαμάχης
Ανάμεσα στους περαστικούς και τα φώτα

της πόλης·

Το ίδιο το μυαλό του με μια παράξενη
Σχεδόν αυτόνομη επιμονή έφερνε στη

Θύμησή του το παλαιό σανσκριτικό दर्श्  
Και κάθε μάχιμη νύχτα που απέρεε απ' 

αυτό στα προάστεια των εννοιών ,

Ενώ η ξαφνική φωτιά που είχε ανάψει 
Σε παρακείμενο λόφο, φάνταζε σαν να

Τον παρακολουθεί από μακριά·

Έστριψε ταχέως σε μια γωνία απ' όπου 
Ερχόταν στ' αυτιά του εδώ και ώρα μια

Συμφωνία -συμπαντογκόλιθος-

του Μπρούκνερ, 

Και δεν είδε άλλο τι ει μη ένα πεταμένο
Ρολόγι χειρός στο δρόμο, σπασμένο, το 

Οποίο έφαινε στα πυρομαχικά μάτια του
Απογεύματος, ως η μεγίστη, αναπάντεχη

κρίση των εθνών·

Κατά την νύχτα ωστόσο,

Άκουσε στο όνειρό του μια φωνή να του
Λέει συνεχώς:  Aami tomar sathe aasbo!

aami tomar sathe aasbo,  

Πετάχτηκε πάνω  σχεδόν γελώντας- 

Και δεν έρχεσαι; -απάντησε στη φωνή,

Σ' αυτόν τον κόσμο τα πάντα χωράνε,
Πραγματικά, τα πάντα, εκτός βέβαια 

από ένα ποίημα,

είπε και φάνηκε σα να σημειώνει κάτι,

Αυτό,

Πάντα απαιτεί περισσότερους από ένα 
Κόσμους για να μπορέσει να υπάρξει,

Κι ολόκληρη η ποίηση, συνέχισε να λέει, 
Τίποτ' άλλο από μια  σάλα αναχώρησης 

των λέξεων προς 

άγνωστο προορισμό,

συμπέρανε,

Και δεν έπεσε να ξανακοιμηθεί· ξαγρύπνησε 
Για τα καλά κοιτώντας έξω απ' το παράθυρο 

ένα φωτάκι 

να περιπλανάται στη πόλη, αν όχι μόνο του,

τότε, σίγουρα,

Ερήμην της ερήμου που απλωνόταν
Το ίδιο φυσικά, ανέμελα στον κόσμο·