Thursday, January 28, 2016

ΕΝΙΟΝ ή Η Γαιόπολις στον Χρόνο





Ο ένας από τους τρεις δρόμους που έφαιναν
Στη μεγάλη καμπή της Ιστορίας ήταν αυτός:

Κάποτε ο χρόνος επήλθε,οι φθονεροί θεοί
Αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς, ενώ οι πλέον

Φιλικοί με τους ανθρώπους ήλθαν σε μιαν
Συμφωνία μαζί τους· μια οιονεί επιθυμητή

Ολόκαινη Διαθήκη προέκυπτε παρούσα
Στη φωτισμένη αίθουσα του χρόνου, ενώ 

Από παντού κατέρεαν οι βιβλιοθήκες προς
Τις χωματερές του κόσμου, τα ολίγα όντως

Έντυπα που είχανε φως έχοντας οι άνθρωποι 
Ντυθεί δίχως να χρειάστηκε να τ' αναγνώσουν

Και σε κίνηση τοσούτον φυσική όσον εκείνη
Ενός ποταμού που ρέει προς μία κατεύθυνση·

Από παντού συνδιέρρεαν τα φώτα στη Γαία,
Φώτα παντός είδους, σχήματος και λάμψης,

Η πλήρης υδρογειακή έκταση είχε καλυφθεί
Από τρισεκατομμύρια λάμπες, πολύφωτα και

Πολυελαίους, πληθελαίους, ως ορμητικότατα
Υδρογειόφωτα πληρώντας κάθε χώρο σε μια

ξέχυμη γιορτή της Ελευθερίας· 

Δεν υπήρχαν πλέον πόλεις και άγρια φύση
Αλλά μια απέραντη Πόλις-Άλσος που ήταν

τώρα όλη η Γαία,

Η οποία δεν τελείωνε πουθενά, με όλους τους
Δρόμους να φαντάζουν πως πηγάζουν απ' τον

Ωκεανό και να οδηγούν σε αχανείς γαλαξιακές
Λεωφόρους μιας Ομιλίας που είχε ελευθερωθεί

πια από σκουπίδια και σκουπίδια αιώνων· 

Αυτή ήταν η  Γ Α Ι Ο Π Ο Λ Ι Σ ,

Δεν ήταν ευτυχία, δεν θα μπορούσε να είναι
Δυστυχία, ήταν απλά πολύ ενδιαφέρουσα, ή

Θα 'λεγε κανείς πως ήτανε το κέντρο βάρους 
Ανάμεσα σε Ανθρωπο και Θεό, με κοινή την

συναίνεση·

Η εποχή όπου ο Άντρας κι η Γυναίκα ήλθαν
Σε περιπέτεια συναρπαγής και έρωτα χωρίς

τη διαμεσολάβηση νοοτροπιών, ιδεοληψιών,

θρησκοπραξιών και κάθε πολιτικής,

Κανείς δεν είχε συγγενείς, μήτε εθνικότητα,
Μηδέ γενέτειρα, αυτή δεν την θυμόταν καν,

Κανείς δεν θα 'χε κάτι καλύτερο να κάνει από
Ό,τι έκανε ήδη, τα πάντα ταξιδεύανε χωρίς το

Ένα να μπλέκεται στο άλλο, πράγμα σπάνιο
Στην μέχρι τότε ιστορία της ανθρωπότητας,

Όμως ήταν

Η εποχή ακόμα όπου κάθε γραπτή ποίηση
Είχε καταστεί εκ των πραγμάτων περιττή

ή οι περισσότεροι βαριόνταν υγιώς να τηνε

συγγράψουν, 

Και κάποτε μόνον η σκιώδης φιγούρα ενός
Δαιμονικού φαντάσματος στους πρόποδες

Ενός μεγάλου Όρους στην κεντρική πλατεία
Της Γαιοπόλεως - πλατεία που 'πιανε έκταση

όση μια μεγάλη νήσος-

Ενέπνεε μια ανησυχία σε όσους τύγχανε να το

αντιληφθούν,

Ίσως δεν ήταν αυτός ο δρόμος που έπρεπε να
Πάρουμε, τους έλεγε ο δαίμων, κοιτώντας πιο

μακριά και πιο κοντά ταυτόχρονα,

μπορεί και να μην ήταν,

τους ξανάλεγε,

Ακόμα κι αν δεν είναι, μέσ' απ' αυτόν το
Δρόμο δεν μπορεί παρά να το μάθουμε,

του απαντούσαν οι περαστικοί,

Και εκεί τα άπειρα φώτα σε όλη την έκταση
Της Γαιοπόλεως τρεμόπαιζαν επ' ολίγον όλα

μαζί,

Χωρίς έστω και για μια στιγμή να φάνηκε πως
Θα 'σβηναν πραγματικά, χωρίς κατ' ελάχιστον

να φάνταζαν πως θα υπήρχε περίπτωση

να επιθυμήσουν

κάποια πρότερη, αφημένη πια συσκότιση·