Sunday, October 5, 2014

Η ΠΗΓΗ



Κατά την δε μεγαλύτερη νύχτα του
Έτους όταν άνθιζε γαλήνια ο πυρήν 

της Γαίας  και

Προέκυπτε ως ήλιος που έφαινε με
Σπειροειδές απόμακρο φως προς τα 

Θολά μυαλά των ανθρώπων, οι οποίοι 
Κατά το πλείστον ήταν απησχολημένοι 

με το να παίζουν 

Μπιλιάρδο όλοι μαζί σ' ένα αχανέστατο
Τραπέζι στον κρατήρα ενός ηφαιστείου

Τότε ακριβώς η κεντρική λεωφόρος του 
Κόσμου που ξεκινούσε απ' την θάλασσα 

και κατέληγε

Στην αρχαία Αγορά των Αθηνών ερήμων' 
Αίφνης ωσάν ήτανε μόνο σκέψη και άλλο 

τι όχι· ο

Δε γαλαξιακός ήλιος άνω αυτής ανέμενε
Έναν τουλάχιστον ταξιδιώτη ν' αναφανεί

Για να δύσει βασιλεύοντας ήσυχος·

Εν τέλει εφαίνετο κάποιος ο οποίος πάντα
Δήλωνε ως, -και ήταν πράγματι- ο πρώτος 

κάτοικος της Γης,

Η όψη του ωσεί αστρονήματος νύκτα, και
Τα χέρια του βαστάζοντας έναν γαλαζωπό

ύαλο που έφεγγε την πάσα οικουμένη·

Ακόμα υπήρχαν πάρεξ αυτού τα χρυσαφένια
Λιθάρια με κεφαλαία γράμματα σκαλισμένα,

Ενώ στον ορίζοντα έκανε την εμφάνισή του
Ένα πελώριο άγαλμα φωταγωγημένο σαν ο 

μέγας

Κίων του Κόσμου·

Τι απεικονίζει, ρώτησε τότε ο ταξιδιώτης τον
Ήλιο, ο οποίος φαινόταν πάντα πρόθυμος να

απαντήσει,

όμως παραδόξως σιωπούσε·

Την επομένη στιγμή το άγαλμα χανόταν από
Τον ορίζοντα αφήνοντας στην θέση του μίαν

Πόλη κτισμένη από κόκκινο κρύσταλλο και 
Xλωμά φύλλα γαλαξιακών ανθέων, ενόσω ο 

ίδιος είχε γείρει

σ' ένα μεγάλο Δένδρο-Βιβλίο

για ν' αποκοιμηθεί επ' ολίγον·

Τα όνειρά του έκτοτε κατέκλυσαν το κόσμο,
Ιαλδαβαώθ, Ιαλδαβαώθ , του φώναξαν από

γύρω του 

μιαν ηλιόλουστη ημέρα χαρά θεού,

Καθώς αγνάντευε νωχελικά απ' το παράθυρο 
Του υψηλού κτιρίου το δρόμο τον γεμάτο απ'

αυτοκίνητα και καταστήματα,

Ο δε πλήρης κόσμος ολοένα περιεστρέφετο 
Γύρ' από τον ίδιο αρχαϊκό Ήλιο που ενέμενε

σιωπηλός και ακίνητος στην άκρη, 

Ενώ 

Στο μισοσβησμένο ή μισοφωτισμένο μυαλό του
Ένας γαλαζωπός παιδικός βώλος κατρακυλούσε

απρόβλεπτα ελεύθερος·