Friday, August 9, 2013

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΦΩΤΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ


Τη νύχτα η πόλη υπερέφαινε ωσεί η
Πρωτοκαθεδρία των θεών μέσα στο

συλλογικό όνειρο της

ανθρωπότητας,

Ενώ η πανσέληνος πάν' απ' τα ψηλά
Φωταγωγημένα κτίρια, έμοιαζε ως η

Ανατολή ενός παλιρροιακού έρωτα
Στα μηνίγγια και τα μέλη του όλως

παρατεταμένου κορμού 

της Ζωής·

Οι 

Δε δρόμοι καίτοι η ώρα προχωρημένη,
Είχαν ασυνήθιστη κίνηση ως εάν ήταν 

εργάσιμη εσπέρα,

Ενώ τα καταστήματα ήταν ανοιχτά 
Μα παντελέστατα εν ερημία, χωρίς 

Υπαλλήλους και πελάτες μέσα τους
Ει μη μόνο με σπηλαιώδη φορτηγά

Που ξεφορτώνανε πηλό και αρχαϊκά
Αλφάβητα καθώς και αγάλματα που

αναπαριστούσαν τον Νου·

Στη μάλιστα κεντρική πλατεία της
Πόλεως προέλαμπε μία γαλαξιακή 

οθόνη 

Η οποία επαναπεικόνιζε τις σκέψεις
Των ανθρώπων εν είδει κυματώσεων

Χαράς και λύπης και προσμονής και
Μιας φωτεινότερης ή σκοτεινότερης

ξενάγησης στη ψυχή

Μέσα σε μια ιερουργία χρωμάτων και
Φωτοτροπικών χορευτικών σχημάτων

Τα οποία, είναι αλήθεια, έδειχναν να
Έλκουνε την καταγωγή τους από την

Μαγνητική πυξίδα της καρδιάς ότε
Προσεπισύρεται υφηλίως περί των

γεωψυχικών πόλων 

των δύο φύλων·

Υπήρχε ακόμα και η μυστηριώδης
Γυναίκα με τα χιλιογόνα πέπλα και

τα δυο άστρα

Φωτεινά στην θέση των ματιών της,
Καθώς και με το πλοκαμιαίο φόρεμά 

της

ν' απλώνεται συρόμενο σαν χάδι

πάνω στην 

Άσφαλτο καθώς την διέβαινε γρήγορα
Σε ολοένα επιταχυνόμενη και ερατεινή

ανυποδησία,

Ενώ η λεπτή ομορφιά του κορμού της
Εκυμάτιζε στις ροές μιας εξωχρονικής

Μοναχικής κομψότητας αντιστεκομένης
Στην τήδε κακείσε πολυφωνία της πόλης·

Σε θέλω, της είπε, σε μια άχρονη στιγμή,
Καθώς τον ήθελε πολύ και η ίδια, ενώ η 

φωνή του 

ερχόταν από το βάθος

Μιας 

Αχανούς φωτιάς στην οποία θρυλείτο
Πως υπήρχε ένας κόσμος για κάθ' ένα

εκ των ανθρώπων

Φτιαγμένος από πρακτέο υλόνειρο και
Μυθογονικές φωτοστιχίες ψυχής προς

τις ερεβώδεις επικράτειες

του ποιητικώς ζην·

Και δεν ανέμενε καν να του αποκριθεί 
Ή να ομιλήσει τι καθώς την άρπαξε απ' 

Το μέσον της πόλης προς την 

ολογονία της αγάπης,

Ενώ

Ολόγυρα η νυκτερινή καθημερινότητα
Συνέχισε μετά όπως πάντα την έλευσή

της 

στ' αχανές πέλαγος των δρόμων 

και των πλατειών,

Σαν απαλό αεράκι ηρεμίας μετά την
'Οποια, όπως, στιγμιοτυπική ένταση,

Και σαν μια παρακαταθήκη ονείρου 

Σε όση

Κτίση είχε απομείνει πίσω·