Friday, November 30, 2012

Η ΕΠΕΝΔΥΣΗ




Όσο ανθισμένα ήταν τα λουλούδια
Στον δρόμο από το Σαν Τζιμινιάνο 

Για την αιώνια φωτιά της ιταλικής
Προφητείας, έτσι ήταν οι άνθρωποι 

καθώς χορεύαν

Στην πορεία για μια Ρώμη μυστική
Έχοντας ήδη αντιληφθεί την πλέον

σκοτεινή

Εποχή στο κόσμο παραδόξως τόσο
Ως μια Αναγέννηση, όπως άλλωστε

βέβαια ήταν·

Οι αγροί και τα λιβάδια έγεμαν
Απ' τον θερμοσύστατο ερωτικό

ίδρω

της γης

Καθώς αγκαλιαζόταν παθιασμένα
Με τους τιτανικούς νόες που μόλις

Είχαν βρει την θρυλούμενη έξοδο
Απ' το έρημο πλατωνικό σπήλαιο 

Του Χρόνου προς το καθαρό φάος 
Ενός εξανθρωπισμένου ηλίου, ενώ

οι 

Νεαρές κοπέλλες της Τοσκάνης 
Είχαν από την αυγή γείρει προς 

τα σεισμικά φωτάνθη 

του 

Διονύσου Ελευθερέως

Καθώς περπατούσε στους λειμώνες
Μ' έναν κρατήρα πρωτοκοσμικό να

Φέγγει συνεχώς από πίσω του όπου
Και αν επήγαινε· κάποτε δε η λάβα

Που εκρηγνυόταν επέφερε μεγάλη
Αναστάτωση στους ουρανούς ώστε

Η εποχή σκοτείνιαζε αμέσως, και οι
Πόλεμοι απέβαιναν όλως βάρβαροι

Ανάμεσα σε ανθρώπους και σκιές,

Έβγαινε τότε ένας γέρος ντελάλης
Στην Πιάτσα ντέλλα Κιστέρνα και

Φώναζε στο πλήθος να φύγει προς
Τη Λούκκα που φάνταζε ασφαλής,

Τζιάρνο, του λέγαν τότε με ευθυμία
Οι Φλωρεντιανοί έμποροι που μόλις

είχανε φτάσει στη πόλη, 

Τζιάρνο,

Κάνενας

Πόλεμος δεν γίνεται, όλα είναι στο
Μυαλό σου, να πάρε δω δυο χρυσά

φλωρίνια

Και μην ξαναπείς τέτοια πράγματα,
Του είπαν γελώντας ανήσυχοι όμως

και φοβούμενοι

Για τα εμπορεύματά τους που διόλου
Απίθανο να μην επωλούντο εξ αιτίας

Των ψευδών διαδόσεων, πάρε άλλα
Δυο φλωρίνια και πιες και φάε στην

υγειά μας,

του ξαναείπαν οι έμποροι,

Κι εκείνος απ' το ύφος του φαινόταν
Ότι αργά ή γρήγορα θα δεχόταν την

προσφορά τους

παρόλο που δεν είχε εκδηλώσει

ζήτηση, 

Όμως η έκφραση του προσώπου του
Ήτανε ακόμα αρκετά τρομώδης σαν

να μην

Μπορούσε να διακρίνει καλώς εάν
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν οι εχθροί

ή όχι,

Δεν είμαστε δαίμονες, Τζιάρνο, του
Είπανε τότε χτυπώντας φιλικά την 

Πλάτη του και βυθίζοντας μέσα στις
Τσέπες του τα νομίσματα, είμαστε οι

Άνθρωποι, άνθρωποι όπως πάντα
Τους ήξερες, ηρέμησε Τζιάρνο δεν

έχει αλλάξει τίποτα,

του δήλωσαν πειστικά,

Και εκείνος μ' ένα νεύμα φάνηκε να
Συγκατανεύει προς αυτή την τελική  

διάγνωση

Υψώνοντας μάλιστα κάποια στιγμή
Και το χέρι του προς αυτούς σχεδόν

χαμογελαστός,  

Και ολοένα ο Μέγας Κρατήρας των
Κόσμων στο βάθος του τοσκανικού

τοπίου

συγκλονιζόταν προς εξόδους 

λάβας

Η οποία ωστόσο δεν κατέπιπτε
Στη γη αλλά σε μέλλοντα χρόνο,

Κανείς άλλωστε εκ των εντοπίων
Δεν άκουσε τις εκρήξεις, ούτε και

Είδε τον κόσμο ποτέ γύρω του στις
Φλόγες· μονάχα ο γέρος ντελάλης

Πού και πού γυρνούσε το κεφάλι του 
Προς τον ορίζοντα, 
  
Και συνέχιζε σχεδόν αμέσως, με όχι
Πλήρως καθησυχασμένη ανησυχία

το λιτό του γεύμα·