Thursday, May 26, 2011

Η ΛΕΣΧΗ ΤΩΝ ΣΚΑΚΙΣΤΩΝ

Αυτός ο ίππος έχει μόλις ένα τετράγωνο
Για να μεταβεί σώος, Λόενγκριν, και την

απειλή της βασίλισσάς μου

Να διαφύγει σαν απ'ένα εφιάλτη νυκτός
Στα ολάνοιχτα μάτια της ανθρωπότητας·

Όμως εσύ,

έχω την εντύπωση,

Πως είσαι τόσο απορροφημένος από τις
Χυτές στην κάμαρα ανέστιες σκέψεις σου

Για

Μια γαλαξιακή σκακιέρα, ένα παγκόσμιο
Θέατρο του χρόνου στην αναφάνειά του

επί του απείρου της ψυχής

του καθενός θνητού

ξεχωριστά,

Που δεν βλέπεις μπροστά σου τα καίρια
Τετράγωνα ει μη μια τιτανική νύχτα σε

κάθε πεσσό

Που 'ναι προορισμένος ν' αστράψει την
Μάχη του μοναχικού πεπρωμένου του

Μέσα σ' ένα δίχτυ ανάγκης που αρπάζει
Τις ζωές από τα μνημειώδη λίκνα τους

και τις επιρρίπτει

στην ενηλικίωση του φόβου μόνον,

Έλεγε ο συμπαίκτης του καθώς το φως
Στην αχανή υπόγεια στοά που φύλαττε

Την λέσχη εδώ και αιώνες αναρίθμητους
Από τα μάτια του υπαρκτού έξω κόσμου

Ολοένα και λιγόστευε σε μια δύση που
Δημιουργείτο όχι από την κίνηση της

γης πέριξ του ηλίου

Αλλ' από τις στροφορμές των θλίψεων
Των ανθρώπων πέριξ της καρδίας των·

Εκατοντάδες τραπέζια απλώνοντο στην
Προοπτική αυτού του παράξενου κάτω

κόσμου

Και επ' αυτών μία ολόκληρος κοινωνία
Τεταγμένων σκακιστικών τεμαχίων την

νίκη αναζητούσε

Προς όφελος μιας αγνώστου ακόμα
Ιεραρχίας εξουσιών που αποπειράτο

να ρυθμίσει

την πάσα ατάκτως ερριμμένη ζωή στον

γνωστό ποθούμενο κόσμο·

Η δε συναρμογή των στοών μέσα στις
Στοές, θα έλεγε κανείς πως ήταν θείας

εμπνεύσεως και εφαρμογής

Μιας και η οροφή στην κάθε μια από
Αυτές, ήταν ένα υαλώδες δίχτυ το που

στους κόμβους του

Αντιφέγγιζε σε χρώματα ανείδωτα και
Εκτός του γνωστού φάσματος όλες τις

σκέψεις

των ανθρώπων

της συνήθους οικουμένης.

Σε κάθε κίνηση μάλιστα των πεσσών επί
Της σκακιέρας, το δίχτυ συνεταράσσετο

Από σπασμούς μιας σχεδόν ανθρώπινης
Ομιλίας η οποία ωστόσο δεν προέβαινε

σε άρθρωση πλήρους λόγου

και άφηνε ήχους χωρίς λέξεις

να χέονται

Σαν σταγόνες βροχής στο εσωτερικό της
Λέσχης· ο δε αντίκτυπος εκ των κινήσεων

των πεσσών

επί

Του πάνω κόσμου συνεζητείτο ανέκαθεν
Πως ήταν τοσούτον μεγάλος ώστε έλεγαν

Μεταξύ τους οι σκακιστές πως ουδεμία
Ζωή έφθανε να λαμβάνει χώρα ανάμεσα

στους ανθρώπους

άνευ

Της διεξαγωγής των ιδικών των αγώνων
Κάτωθεν της επιφανείας της ορατής γης·

Μόλις προεκάλεσε η κίνησή μου κάποιον
Σάλο, ή γεγονός ή απλή σκέψη εκεί πάνω,

είπε ο Λόενγκριν

Καθώς τελικώς μετέθετε τον ίππο του επί
Του ασφαλέστερου τετραγώνου ενώ χωρίς

ιδιαίτερη έκπληξη

Παρατηρούσε την δικτυωτή οροφή που
Προσπαθούσε να ομιλήσει πάλι· κάποιος

δεν μπορεί να ακουστεί ακόμα,

Η φωνή του πνίγεται από το ήδη υπάρχον
Της ζωής, έλεγε στο συμπαίκτη του και του

'Εκανε νόημα να κοιτάξει και αυτός προς την
Οροφή η οποία και κυμάτιζε ωσάν φωτιά σε

λήθαργο ανθρωπίνου μυαλού,

Ενώ καθίστατο

Φανερό, εκ της νεωτέρας διασαλεύσεως του
Διχτύου, πως ακόμα ένας είχε πιαστεί ως το

ενέχυρο ζωής

στην παγίδα μιας σκακιστικής παρτίδας,

Και ήταν

Πρόδηλον έτι πως ήθελε αν μη τι άλλο να
Εκδηλώσει μιαν απόπειρα επικοινωνίας

με το άγνωστο ακόμα πεπρωμένο

Που τον προσάρτησε στην επικράτειά του
Ωσεί μυία σε κολλώδες υλικό από το οποίο

δεν θα μπορούσε πλέον να ξεφύγει,

Τα δε μετέωρα φωνήεντα και συλλαβές που
Με μεγάλη προσπάθεια έβγαιναν από την

εγκλωβισμένη ύπαρξή του

δεν φαίνονταν να λαμβάνουν απόκριση

ακόμα,

Κάτωθεν αυτού, οι δύο σκακιστές όπως
Και πρότερον, συνέχιζαν το παιγνίδι τους

με

Μηδεμιά τη λάμψη στα μάτια τους που θα
Μπορούσε να εκληφθεί ως συγκατάνευση

ή άρνηση

Προς τον νεοεισερχόμενο,

Ο οποίος και συνέχιζε επί ώρα πολλή ν'
Ανακινεί τις μισοσχηματισμένες λέξεις

του

στην οροφή του ημιφώτου σπηλαίου

των σκακιστών

Όπως η αναποδογυρισμένη μυία
Τα πόδια της στο κενό·

Σαν να περπατούσε μέσα στην τόση
Αγωνία του ήδη σε έναν καινούργιο,

διόλου απίθανο λυτρωτικόν,

ουρανό

Που λογικά θα έπρεπε να υπάρχει
Από πάνω·