Sunday, February 13, 2011

ΤΟ ΣΦΑΙΡΙΣΤΗΡΙΟΝ

Η καταπράσινη τσόχα έδινε κάποτε
Την εντύπωση πως ήταν ένα αστρικό

λιβάδι

Επί

Του οποίου ορμούσε σαν αστεροειδής
Η κατακόκκινη βαρεία σφαίρα προς

μιαν

επαφή

Με άλλην σφαίρα· οι δε φωταψίες από
Τα κρύσταλλα των ποτηριών καθώς και

οι καπνοί από τα τσιγάρα

ο μεσοκείμενος γαλαξιακός χώρος

Σε αναμονή εκατομμυρίων ετών εντός
Ολίγων ωρών αντισφαίρισης σκέψης

πάνω σε σκέψη·

Υπήρχε βέβαια και ο ποιητής που με την
Υπερσυσσώρευση γραφής στο αίμα του

Υπελόγιζε με ακρίβεια την κλαυστή ζωή
Που σαν έκπληκτη από κρούση μπίλια

Αναπήδησε προς τα οπίσω γυρνώντας
Στους δρόμους και μοιράζοντας φως

στους περαστικούς

που ανάβαν σαν λαμπάδες στο άπειρο·

Οι δε νεαρές κυρίες

Περιμέναν τους συνοδούς τους κάποτε
Να τελειώσουν το παιγνίδι φλυαρώντας

ζωηρόφωνα

περί ωροσκοπίων

Ενώ η αστρόφωτη κυρία του ποιητή
Τον παρακολουθούσε από το υπερώον 


της ποίησής του·

Εν τω

Μέσω μάλιστα της ελάσσονος οχλασκίας
Θα 'λεγε κανείς

πως κάτι το μείζον πιθανώς αναμενόταν

ενώ

Η ώρα απλά προχωρούσε·


Sunday, February 6, 2011

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ

Ο μεγάλος δίσκος με τον γαλλικό καφέ
Τα ποτήρια νερού και τον λογαριασμό

ήταν αφημένος

Στην είσοδο και δίπλα του ο σερβιτόρος
Είχε ήδη γίνει μια μορφή ηλικιακά ίση

με το χρόνο

έχοντας

ασημένια μαλλιά και όψη παιδική

Γελούσε συνεχώς κι αστειευόταν χωρίς
Λόγο με τους πελάτες, Έργκουιν, του

λέγαν,

Έργκουιν, είσαι εξόριστος, - εξόριστος
Από την πατρίδα σου εξόριστος κι από

την ίδια σου την εξορία

ου τόπος δι' εσέ

Έργκουιν,

δι' εσέ ο τόπος όχι,

Του τονίζαν, ενώ δεν είχανε αποφασίσει
Αν ο άνθρωπος αυτός τους προκαλούσε

τον φόβο

ή

την ευθυμία

Μια τον καλοπιάναν μια τον νουθετούσαν
Μα εκείνος πάντοτε γελούσε κι έδειχνε με

τα

γυάλινα μάτια του

τους δρόμους έξω

Είχαν αρπάξει όλοι φωτιά, και τα οχήματα
Φεύγαν μακριά σαν ξεκοιλιασμένα άρματα

της εποχής

των ονείρων,

Έχω την δύναμη, τους είπε ο Έργκουιν, να
Ξετυλίξω γι' άλλη μια φορά το κόσμο ωσάν

πάπυρο

έχω την δύναμη, είπε,

να φανερώσω

Από τι είναι φτιαγμένα τα πάντα, απ' τους
Κορμούς ιδεών και φύλλα της πλάνης, και

οι ρίζες

οι ρίζες είναι βαθειά χωμένες

στο ανάδρομο μυαλό μου,

Έλεγε και ολοένα γελούσε και σοβαρευόταν
Απότομα και ξανά χτυπούσε την ταμειακή

μηχανή

ξεκλειδώνοντας

τον εαυτό του

Και ολοένα κατέρρεαν οι προσόψεις των
Κτιρίων και οι αρχέγονοι άνθρωποι της

πόλης

Είχαν μείνει τελικά σκέλεθρα φωτός που
Κινούνταν πέρα δώθε γλιστρώντας στην

άσφαλτο

Πηγαίναν και φέρναν άλλους ανθρώπους
Μια από δω μια από κει, σαστισμένα, με

ήχους πυροσβεστικής

και σειρήνες συναγερμών,

Έχω

Ένα καφέ και μια πορτοκαλάδα, είπε
Κάποιος στον Έργκουιν, κι έβγαλε το

πορτοφόλι του

να τον πληρώσει,

Περάστε από δω, του είπε ο σερβιτόρος
Ανοίγοντάς του την πόρτα και η λάμψη

της μεγάλης φωτιάς

που φούντωνε έξω

Φάνηκε να ελευθερώνεται ακόμα πιο πολύ