Wednesday, June 2, 2010

CAFÉ DE LA RÉGENCE

Η Ευρώπη, Ντανιέλ, είναι ο εξώστης του
Κόσμου, και μια αρχή της περιπλάνησης

Στα προάστεια του παραδείσου, έλεγε ο
Μόρφυ στον Χάρβιτς καθώς ορθωνόταν

νικητής

από τα γκρεμισμένα τείχη του Φιλιντόρ

ενώ ο

Σάλος ολοένα και αυξανόταν ανάμεσα
Στους θαμώνες που προσπαθούσαν να

Εντοπίσουν το μυστικό του ονειρέματος
Πάνω στη σκακιέρα, Μεσιέ Μορφύ, του

Έλεγε ένας, είστε ο μεσσίας του σκακιού
Που δεν φανταζόμασταν ποτέ ότι κάποια

μέρα

θα

συναντήσουμε,

Ο Μόρφυ τ' άκουσε αυτό με δυσαρέσκεια
Και έκανε νόημα να κοπάσει η ανησυχία·

Μα ιδού Ντανιέλ, οι άνθρωποι πάντοτε
Περιμένουν την δυναστεία με ανακρίβεια

Ωρολογίου βυθισμένου στη θάλασσα της
Παιδικής θλίψης, και ένας κόσμος ποτέ

Δεν αποκαλύπτεται στα μάτια τους πάρεξ
Της κυριαρχίας του, ποιο είναι κάθε φορά

Το πραγματικό, ο βασιλεύς ή η βασιλεία,
Τούτο ας μένει διαρκώς ο λύχνος που την

Εσπέρα της ανθρωπότητας ανάβει σε έναν
Μακρύ σιγηθμό των αιώνων που θάπτονται

Σε ιλαρά συνείδηση και φως παραμνησίας
Του ιδίου πάντοτε σκηνικού, ένας επαίτης

Στα ανάκτορα του Λόγου, ίδε ο άνθρωπος,
Ίδε και η ατέλειωτη σειρά των γεγονότων

Που σαν κυρτά τείχη κυμάτων υψώνονται
Στον ωκεανό του ονείρου καταπίπτοντας

Σε διαστρώσεις πέπλων που πάνω σε πέπλα
Αναδιαρρέουν προς τα τέσσερα μνημεία του

Ορίζοντα, λαμπρύνοντας την μοναξιά του
Ηλίου στην αίθουσα του ουρανού ακόμα

περισσότερο,

Είναι η Δύναμη,

Ντανιέλ,

Που διαρρέει στις φλέβες μας με το ίδιο
Ερώτημα κάθε φορά, ποιος ο νικητής,

Ο ισχύσας ή το φευγαλέο από τα νωθρά
Μάτια του νέφος της ζωής, και τούτο ας

Παραμένει η μυστική συνθήκη του θεού
Με τους σκοτεινότερους πρωταγγέλους

Της πλησμονής στο αιέν μεσημβρινό φως
Της δημιουργίας· ωσάν το χρυσίον που

Επισωρεύεται στις αποθήκες της Ευρώπης
Και φέγγει σαν ο κεκρυμμένος της ανομίας

πυρσός

στο μειλίχιο σκοτάδι

των ομιλούντων νεκρών

Ούτω ο αετός του κόσμου παρακολουθεί
Την επικράτειά του από το μυστικό δώμα

Του νου κάθε θνητού, ότι ο άνθρωπος μεν,
Ντανιέλ, έως άρτι καλείται ο εμφανισθείς

στην

Προβλήτα της μαγείας της σαρκός και της
Επιγονίας, το πλοίο όμως εκείνο που μέλλει

Να τον μεταφέρει από την μια άκρη της
Δόξας του στην άλλη, καλείται το ρήμα

αναμιμνήσκομαι,

Και ακόμα περισσότερο το ρήμα επάρχω
Κι όχι υπάρχω, Ντανιέλ, το τόσο ζωντανό

στην επουσία και

όχι την εξουσία του

Τόσο φωσφόρο όσο

Απαλά γλιστράει η ημέρα από την δύση της
Στη νύχτα μ' ένα ματοβαμμένο μανδύα στα

ύψιστα

της

ορατότητας

Να αίθεται σε θολωτό κλέος αποσυρμού και
Αναφάνειας, έκλειψης και αποκατάστασης

μες από την

απόμαυρη τάφρο

του σύμπαντος,

Είπε ο Μόρφυ και φάνταζε σαν να μιλούσε
Πέρα από τις ίδιες τις λέξεις του, προς ένα

Λικνιζόμενο άστρο μέσα στις καρδιές των
Ανθρώπων που τον κοιτούσαν ως εάν ήταν

Η καταδρομή του θεού στην δεξίωση της
Θνητότητας με ανεπίσημο ένδυμα φωτός,

Ο δε Χάρβιτς τον παρατηρούσε σιωπηλός
Όλη αυτή την ώρα σκεπτόμενος ότι για

άλλη μια φορά

Το Παρίσι

Έμελε να είναι η πόλη της αναδιανομής του
Αίματος της Ιστορίας προς τον άμβωνα του

εγκεφάλου

ενός

μακροκοσμικού ανθρώπου

Που είναι αλήθεια, καθώς λέγεται, έως
Σήμερα λυμαίνεται τις εποχές με το να

μην υπάρχει

ακόμα

ζωντανός,

Και που μόνο τα όνειρα των κλοσάρ στα
Μπιστρώ της φυγολαλίας από την άχαρη

δεσποτεία

του

όντος

Μπορούν ακόμα να εγκολπίζονται, αν και
Με δίχως ίχνος για τις μελλούμενες γενεές

Στόλους αγγέλων στα ύδατα της ανήκουστης
Ελευθερίας από κάθε τι το κτιστό και ορατό·

Μεσιέ Μορφύ Μεσιέ Μορφύ, ξαναφώναξε
Ο ενθουσιασμένος θαμώνας, και γύρισαν

τότε

όλοι

να κοιτάξουν

Όμως ο Μόρφυ, ολοφάνερα ενώπιόν τους
Δεν υπήρχε πουθενά·