Friday, April 16, 2010

AVANT-GARDEN



Λάμα, έχω την εντύπωση πως αυτός
Ο κόσμος είναι το αλύγιστο αντίβαρο

στις σκέψεις μας,

Έλεγε αργά ο ναύτης της Κρονστάνδης
Στον Λάμα, ένα πρωινό που η βαρεία

ως εάν παρουσία

νεκρού τιτάνα

ομίχλη

Είχε κατακαθήσει στην πόλη σαν η ελεγεία
Των χαμένων καιρών εκείνης της ιστορίας

Που εισέτι δεν κατέστη μια ανθόσημη και
Πλειομορφική αλήθεια για την οικουμένη,


Όταν οι άνθρωποι σκοπεύουν σε κάτι, τότε
Ο κόσμος αναρυθμίζεται σε μια θάλασσα

από νήματα φωτιάς

πλεγμένα

το ένα μέσα στο άλλο

Να καραδοκούν την αμέριμνη αιτιότητα
Με μάλλον σκοτεινές προθέσεις θεόθεν,

συνέχιζε να λέει ο ναύτης,

Όμως αλήθεια,

Λάμα,

Ποιος μας εγγυάται πως οι σειόμενοι αιώνες
Άγουν στον λησμονημένο κήπο της παιδικής

ηλιοφάνειας

του

χρόνου

Σ' ένα ύστερο πανόραμα του αγαθού κλέους
Των μηδενισμένων σε αριθμούς και κατοχές

εκκινήσεων

του κόσμου

ξανά,

Βλέπω πέρα στους αιώνες που έρχονται οι
Εξεγερμένοι να γίνονται μάρτυρες ενός πιο

Λησμονημένου στα τάρταρα της συνείδησης
Κενού, ότι ακόμα μέλλονται οι πυρκαείς στα

μολυσμένα

ανάκτορα

της Ευρώπης

Και μπορώ να προβλέψω πως η νύχτα θα είναι
Μια πιο γόνιμη μαθητεία τούδε και εφεξής στο

άρπαγμα

Του φευγαλέου, που λες και μέσα στην λιτή
Αποστρωμάτωσή του από κάθε νωχελικό

σκεπτικό

της

ζωής

Ενθαρρύνει την πλάση να γίνει μίας χρήσης,
Ιδού, αποταμιεύουμε πολύσπαστα γεγονότα,

Συσσωρεύουμε λαξευμένες χρονολογίες και
Συμπροσθέτουμε τις ετεροπαγείς προθέσεις,

Ωστόσο σαν παγιδευμένο κουδούνι που
Συνεχίζει να θορυβεί ακόμα και όταν ο

κτυπών

δεν θεάται στη πόρτα

Η Ιστορία

Θα μας εξαντλήσει για τα καλά σε μία και
Μόνον ιδέα της, είμαστε οι απόστολοι ενός

Εκπρόθεσμου θαύματος που δεν επισυνέβη
Ακόμα ποτέ και παρατείνεται σα φάντασμα

η ζωή του συνεχώς

με τεχνητές

αναμονές,

Και στ' αλήθεια σου λέω Λάμα, είτε ο κόσμος
Θ' αλλάξει, είτε ο νεκρός θα κλωτσάει πάντα

τα σεντόνια του

στον ύπνο

από τη ζέστη του θέρους

Που βλέπει μονάχα στ' όνειρό του, ενώ έξω
Χιονίζει ο δαίμονας όχι του κακού αλλά του

Μηδενός,

Έλεγε ο εξεγερμένος της Κρονστάνδης και
Γρήγορα άνοιξε το παράθυρο να αφήσει

την ομίχλη

να μπει

μέσα στα

Αδιάλλακτα σκότη της ισχυοπρέπειας του
Νοός του την οποία ένοιωθε ότι είχε γείρει

πλέον

Επικίνδυνα στο σάβανο της ιδέας και όχι
Στο βάσανό της· ο δε Λάμα τονε κοίταζε

Με μία ευθεία ριπή ψυχής·

Και για ποιο λόγο θέλεις ν' αλλάξεις τον
Κόσμο, τον ρώτησε τελικά, και η μνήμη

του ήδη υπάρχοντος

πόση;

Αρκεί ας πούμε να χωρέσει σε μία λέξη
Ή ένα στίχο, ένα ποίημα ίσως ή μήπως

ένα

απόκρημνο

βιβλίο

Με αντί σελίδων τις ηλιόθυμες δέσμες
Της νοσταλγίας στα απομεινάρια μιας

εξέγερσης

Που σαν σκόρπια φύλλα από εωθινό
Δένδρο ανασυσσωματώνονται στο έλος

της ορμής

για δόξα και θάνατο,

Αλλά σου λέγω τούτο, ο κόσμος αλλάζει
Έτσι κι αλλιώς, και αυτό σημαίνει ότι

δεν

είναι

πραγματικός,

Αν ήταν δεν θα άλλαζε, και οι επάλληλες
Δίψες του για ευτυχία δεν είναι παρά οι

μορφασμοί μιας μάσκας

καθώς προσποιείται

το υπαρκτό·

Τι θέλεις να πεις Λάμα, ότι ο κόσμος δεν
Υπάρχει; του είπε ξαναμμένος κάπως ο

εξεγερμένος,

Και εμείς τι θα 'πρεπε τότε να κάνουμε
Εδώ που βρεθήκαμε εκτός από το να

Αναμένουμε μια φυγή της πλάνης από
Τους εξώστες του σύμπαντος στα άδεια

από

μορφές

μάτια μας;

Και ποιος ο μετρητής του χρόνου σε μια
Τέτοια περίπτωση, οι μήνες, οι μέρες, οι

ώρες

και τα μαστιγοφόρα δευτερόλεπτα

του ωρολογίου

Ή μια σπασμένη πήλινη κανάτα εξ όπου
Θα πλημμυρίζουνε στα δάπεδα της ζωής

οι χυμοί των βιβλίων

ανακαταλαμβάνοντας τα άγρια όνειρα

προς χάριν

της συνεσταλμένης πραγματικότητας,

Ιδού, θα παραπαίουμε μονίμως ανάμεσα
Στο εσόμενο κάτι και το βιωτό μηδέν, ως

Πού να μας ξυπνήσει εκείνη την ημέρα
Είτε ο χαρωπός συναγερμός της Ιστορίας

είτε

Μια βάρβαρη σπρωξιά από το είναι προς
Την αποκάλυψη μιας απειλητικής Εδέμ·

Και ενδιάμεσα η νύχτα θα πληρούται από
Σταλακτίτες οργής που θα στάζουν απ'τα

Μυαλά των εγκάθειρκτων στους ολισθηρούς
Διαδρόμους κάθε εποχής έως την φυγόδικη

ημέρα

της

ελευθερίας,

Κατέληξε ο ναύτης της Κρονστάνδης και
Παρακολουθούσε από ώρα τον Λάμα που

Έρριχνε ματιές από το παράθυρο προς τον
Κήπο· η ομίχλη σχεδόν τον είχε σκεπάσει

ολόκληρον

Ενώ από τα λιγοστά χαμηλά κάγκελα της
Εξόδου, φαινόταν κάτι σαν φως το οποίο

Θα έλεγε κανείς πως αναπεριεστρέφετο σαν
Προβολέας· η λαμπερή του δέσμη προς τον

ουρανό

έκανε ορατά στο μέγιστο

τα εσώψυχα της ομίχλης,

Μυριάδες αλλόκοτα υγρά σωματίδια που
Πηγαινοέρχονταν από τη μια γωνιά του

κήπου

προς

την άλλην

Την έξοδο άγνωστο από τι αναζητώντας,
Λυμένα ήδη στην ελευθερία, ταυτόχρονα

ωστόσο

παραμένοντας

σε μια μάλλον χειρότερη σκλαβιά