Thursday, August 6, 2009

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ



Ώστε δεν θυμάσαι πια κι εσύ την
Ηλικία σου, είπε ο εξεγερμένος

της Κρονστάνδης

Στο Λάμα που διετείνετο ότι σχεδόν
Αφέθηκε να ζήσει χωρίς ποτέ να του

ζητηθεί επίσημα

η επιστροφή

στο χώμα,

Μα ούτε κι εγώ μερίμνησα ιδιαίτερα
Γι' αυτό, δήλωσε αμέσως μετά ο Λάμα

Σχεδόν δεν αντιλήφθηκα

τον θάνατο

γιατί

Είμαι ήδη νεκρός, είπε, ίσως γι'αυτό
Δεν πεθαίνω, είμαι ήδη το απόβλητο

του χρόνου

Και η αειθαλής πίστωση της αλήθειας
Στα σπασμένα αγγεία κάθε εποχής που

βιαστικά

παραχωρεί τη θέση της

στο κενό μόνον,

Μιλάς σοβαρά Λάμα πως είσαι νεκρός;
Τον ρώτησε τότε ο ναύτης πιστεύοντας

Πως ο Θιβετιανός αστειευόταν μόνον,
Τώρα που το σκέφτομαι μάλλον όχι

δεν είμαι,

Ήλθε η απάντηση από την άλλη πλευρά,
Άρα είσαι ζωντανός, γνωμάτευσε τότε

ο ναύτης,

Όχι, όχι ακριβώς, απλά πώς να σου το πω,
Μου διέφυγε εντελώς να πεθάνω στην

ώρα μου

μπορείς να θεωρήσεις πως ήμουν

αφηρημένος εκείνη τη στιγμή

Και από τότε δεν μπορώ να πεθάνω, δεν
Βγάζει δεύτερο ένταλμα η μοίρα βλέπεις,

Ο εξεγερμένος της Κρονστάνδης άκουγε
Τα λόγια του Λάμα σαστισμένος αν και

εξακολουθούσε να πιστεύει

πως ο δεύτερος απλά τον κορόιδευε,

Σαν φάντασμα νυχτερινό που γυρίζει
Ξανά και ξανά στα αγαπημένα μέρη

της ζωής του,

συνέχισε να λέει ο Λάμα,

Έτσι και εγώ ξενυχτάω τα αγαπημένα
Μέρη της Ιστορίας απαλείφοντάς τα

όμως

από κάθε

ιστορία

Τι ζητάτε κύριε εδώ; μου λένε μόλις
Με βλέπουν μπροστά τους να τους

κλείνω

το

δρόμο,

Ήρθα, τους λέω, για να μαζέψω ό,τι ο
Κόσμος ακόμα δεν μετέτρεψε σε άλλο

ένα ακόμη

κελλί του νου

Σε μια αργόφωνη προτροπή για το
Μέλλον και σε ένα ελεεινό υπόγειο

Όπου και συνωστίζονται τα έπιπλα
Των ανακτόρων της ψυχής και της

καρδιάς,

Ήρθα, τους λέω,

επειδή


Κάποτε μια νεκρή έννοια μπορεί να
Γεννήσει και ένα έτοιμο ήδη νεκρό

άνθρωπο,

Και αυτός ο νεκρός άνθρωπος με τη
Σειρά του να αποβεί ο γεννήτορας

μιας

ακολουθίας νεκρών

Που γιορτάζουν με χαμηλά βλέμματα
Στο σκοτάδι, ζητάνε, λένε, πίσω όλα τα

παιδικά

παιγνίδια τους

σε μορφή τιμοκαταλόγου

Και σα βροχή από καμπάνες που βαράνε
Πέφτουν πάνω τους τα πνιγηρά χρέη μιας

αλλόφρονης

πραγματικότητας

Που ίσως στέκεται πιο αμήχανη προς τον
Εαυτό της απ'όσο αυτοί μπροστά της·

Ήρθα, τους λέω,

Να ξαναδώ μετά από αιώνες τους ίδιους
Δρόμους και τις συνοικίες, χωρίς πλέον

τους ανθρώπους

του τότε

Και όμως οι άγνωστοι με αναγνωρίζουν
Ως εάν ήταν οι ίδιοι οι παλαιοί γνώριμοι

Και όμως οι δρόμοι έχουν παραμείνει
Εφιαλτικά οι ίδιοι ωσάν να μην είχαν

διόλου

Μεσολαβήσει

Οι εθιμικές ανακατανομές του χρόνου
Στο πεδίο της σποράς και του θερισμού

Χωρίς πουθενά να φαίνονται οι σπορείς,
Οι θεριστές και τα θερίσματα, και κυρίως

ο εκάστοτε

φημολογουμένος

νεκρός της οικουμένης,

Είναι ένα αργό δηλητήριο η ζωή, που
Όταν το αντιληφθεί κανείς να πλέει

μέσα στις φλέβες του

είναι ήδη τόσο αργά

ώστε δεν μπορεί καν να πεθάνει,

Έλεγε ο Λάμα με μια παράξενη ευθυμία,
Είναι τόσο αργό δηλητήριο η ζωή, ώστε

Στο τέλος σε θεραπεύει από αυτή την ίδια,
Καθώς ξερριζώνει όλα τα βιώματα και τα

μετατρέπει

σε ομοιώματα

της αυγής

Που κάθε μέρα εγείρεται πάνω από τα
Κεφάλια των ανθρώπων τόσο αρχαία

και τόσο

παιδί

μαζί

Να, λέγω πως ο κόσμος είναι ένα λατομείο
Στο οποίο μονίμως οι παλαιοί των ημερών

εργάτες

λαξεύουν

την ίδια πέτρα

Όπου και αν την αναζητήσει κάποιος
Θα ακούσει να την αποκαλούν με το

ίδιο

όνομα,

επιστροφή,

Επιστροφή σε τι πράγμα ακριβώς
Λάμα, τον ρώτησε τότε ο ναύτης

της

Κρονστάνδης

Που μόλις έβαζε τον καφέ στη φωτιά,
Όμως ο Λάμα φάνηκε σα να μην τον

άκουγε,

Η επιστροφή, του είπε ξανά, ο καθένας
Έχει μέσα του κάτι προς το οποίο τείνει

επιστρέφοντας

χωρίς να το συνειδητοποιεί

νομίζοντας ότι προχωράει μπροστά

Όπως οι μέρες του χρόνου καταλήγουν
Πάντοτε στην ίδια πρώτη μέρα του νέου

έτους

Και απλώνονται και πάλι τόσο γρήγορα
Σαν πλεγμένα ξυλαράκια στα χωράφια

Όπου μαζεύουν αμέσως φωτιά και καίνε
Όλη την έκταση προς το πουθενά του βίου

Έτσι και οι βαρειές νύχτες της νοσταλγίας
Προβάλλουν πάντοτε οι ίδιες ξανά και ξανά

από τα αποδυτήρια

της

αλήθειας

Και μυστικά αντιφεγγίζουν τη μαρμαρυγή
Της αποκατάστασης μέσ' από τα πιο αθώα

κοιτάσματα

του ουρανού

Που κρύβονται από τη καθημερινή θέα,
Αν η ζωή είναι η νόμιμη παραίσθηση του

ανθρώπου

Τότε η αποκάλυψή της πρόκειται να είναι
Σαν μια στιγμιαία αφύπνιση στην άμμο

με τη θάλασσα

να

λείπει,

Και στη θέση της θα είναι τι; ρώτησε ο
Ναύτης της Κρονστάνδης ενώ ο καφές

φούσκωνε επικίνδυνα από πίσω του,

Στη θέση της θα 'ναι ένας κρατήρας-μάτι,
Ποιος κρατήρας-μάτι, τι 'ναι αυτά που

μου λες

Λάμα,

Διαμαρτυρήθηκε τότε ο ναύτης, και πριν
Προλάβει να ρωτήσει τίποτε άλλο ένα

ανήμερο

τσαφ

τον αιφνιδίασε από πίσω του

Πετάγοντας ολούθε σταγόνες βρασμένου
Καφέ, ξέχασα τον καφέ, είπε και βιαστικά

κινήθηκε

προς τα κει

Να πάει να συμμαζέψει την αναστάτωση,
'Ετσι ακριβώς μαθαίνει κάποτε ο άνθρωπος

ότι δεν πέθανε ποτέ,

Του είπε ατάραχος ο Λάμα τότε

προσφέροντας του μίαν ομπρέλλα

Να πάρε και αυτήν για προστασία, είπε
Ακόμα στον έκπληκτο ναύτη που για μια

στιγμή

νόμισε

Πως η ομπρέλλα ήταν η σκηνή του θεού
Ανάμεσα στους ανθρώπους, απ' όπου

ακούγονταν μόνο γέλια παλαβά

σαν λυτός ωκεανός

Αχρησιμοποίητου ακόμα ανθρωπίνου
Υλικού καλλίστης ποιότητας

Που διεκδικούσε με κάθε επισημότητα

τη θέση του

σε ένα μάλλον χιλιοφθαρμένο σύμπαν