Tuesday, August 18, 2009

Ο ΗΛΙΟΣ ΤΗΣ ΜΕΡΚΑΜΠΑ



Η φωνή ακούστηκε σαν ξαφνικός
Αναπαλμός της στάχτης μέσα στη

φωτιά,

Λέγε, τι βλέπεις τώρα Λισαβώνα,
Ρώτησε ο πρωτότοκος την τρελλή

γυναίκα

Που καθόταν μόνη της στο σκοτάδι
Της σάλας της ξενοδοχείου ενώ οι

ένοικοι

είτε κοιμόνταν

είτε διαλύονταν ξανά στη ζωή,

Βλέπω μία άμαξα στον ουρανό και
Τον θρόνο επ'αυτής κενό, ενώ από

Παντού γύρω της οχλοβοάται η
Επιθυμία, σαν αφρός στις άκρες

των

κυμάτων

Που σκάνε με ορμή

Πάνω στις σχεδίες των ανθρώπων
Και τις κατατρώγουν με βραδεία

ταχύτητα ενιαυτού·

Βλέπω

έναν ωκεανό από

Μυριάδες ζωές φερόμενες ατάκτως
Εδώ και εκεί σαν φύκια και έρμα της

θάλασσας

Να μην μπορούν να ξεχωριστούν πια
Μεταξύ τους και να απαλλαγούν η

μια

από

την άλλη

Ενώ ο χρυσός ήλιος που αληθεύει ξανά
Ακόμα και όταν το στερέωμα σκιάζεται

όπως τώρα

όπως πάντα

Από πυκνούς καπνούς ηφαιστείου που
Σκεπάζουν το εγκαταλελειμμένο νησί

των ανθρώπων

Παραχωρεί την θέση του σ' αυτό το τόσο
Σκληρό φως της άμαξας που λες και ήλθε

Από τις κιτρινισμένες σελίδες της αλήθειας,
Ρήγμα είναι η στιγμή, πρωτότοκε, και ένας

ασάλευτος γκρεμός

ο θεός

που αναμένει πίσω απ'αυτήν

Πτώση είναι η κάθε στιγμή που περνάει
Και εμείς, ο συγκρατημένος απόηχός της

Είπε και σηκώθηκε αλλάζοντας θέση από
Τραπέζι σε τραπέζι συνεχώς με ταραχή,

Άνθρωπος λέγεται αλλιώς

ο απόηχος του χρόνου.

πρωτότοκε,

Είπε ξανά η Λισαβώνα και κοιτούσε ψηλά
Με πελεκημένο βλέμμα ως εάν πράγματι

έβλεπε

ό,τι

έλεγε,

Βλέπω την γαία να σιωπά απέναντι στα
Επερχόμενα που θα μιλήσουν ξανά σαν

Βόρειο σέλας μέσα στη διαρκή νύχτα·
Σαν η έτοιμη λέξη που δεν μπορούσε να

προφερθεί

από το στόμα ανθρώπου,

Είναι μία φορά

Και για πάντοτε η αλήθεια, πρωτότοκε,
Για μια φορά μονάχα κι ύστερα η σιγή,

Είπε η γυναίκα και αμέσως ξέσπασε
Το κενό της σε μια απότομη κραυγή

σχεδόν γενετήσια

σχεδόν επιθανάτια

χωρίς να είναι καν κραυγή,

Που έκανε τον πρωτότοκο και τον
Ντράγκο να πεταχθούν έντρομοι από

Τις θέσεις τους και να πάνε κοντά της,
Όμως αυτή τινάχτηκε αμέσως σα να

Την πλησίασε το ίδιο το Κακό, μείνετε
Μακριά μου, τους είπε, μοιάζετε σαν

Δύο σταγόνες νερό, αλλά αιωρούμενες
Στον κόσμο με τρόπο διαβολικό, είστε

Γι' αυτό η νέα κατάρα του αιώνα, ποιος
Είναι ο πραγματικός, εσείς δεν μπορείτε

πια να το ορίσετε,

Ποιος ο Άβελ και ποιος ο Κάιν, ποιος η
Ημέρα και ποιος η νύχτα, ποιος η αρχή

και το τέλος ποιος,

Την επομένη εβδομάδα μία τουλίπα θα
Ανθίσει σε κάθε μία από τις πληγές σας,

Τι ακριβώς εννοείς Λισαβώνα, της είπε
Τοτε ο Ντράγκο κατανοώντας σαφώς

Πως η γυναίκα βρισκόταν σε ευρύτερη
Διασάλευση όντος, πρόσεξε ακόμα πως

τα

Βλέφαρά της δεν έκλειναν σχεδόν ποτέ,
Εννοώ πως η σάρκα του ανθρώπου δεν

είναι

Μήτε η φυλακή του μηδέ η ελευθερία του
Αλλά μια άδεια προσωρινή από τo κάστρο

των αινιγμάτων

Ένας εκπυρσοκροτητής των οραμάτων
Στα μέθυσα μάτια των αργοπορημένων

Και ένα κήτος που ξεψυχάει μακριά από
Την θάλασσα στον κήπο της αυλής του

καθενός,

όμως,

Κάποιος είναι πίσω από το τζάμι και μας
Παρακολουθεί, του είπε ακόμα η τρελλή

Με εμπιστευτικό ύφος, πήγαινε και τράβα
Τις κουρτίνες να μην μας βλέπει, και τον

Έσπρωχνε και με τα δυο της χέρια να πάει,
Δεν είναι κανείς Λισαβώνα, της είπε τότε ο

Ντράγκο,

Δεν είναι κανείς, επανέλαβε γελώντας η
Λισαβώνα, τονίζοντας τη λέξη κανείς κατά

μία ύπαρξη

πιο πάνω,

Μα αυτός είναι

Και ο καθήμενος επί του θρόνου, ψιθύρισε
Ακόμα πιο εμπιστευτικά στον Ντράγκο που

Έκανε χώρο για να σκουπίσει η πρωινή
Καθαρίστρια, η ανθρωπότητα, Ντράγκο,

του έλεγε

Ενώ γύμνωνε το στήθος της προς έκπληξη
Όλων, είναι ένας ειρμός χωρίς αγκίστρια

πουθενά

Πεταμένο δίχτυ στο πέλαγος και σιωπηλή
Λιτανεία βαρειάς ζωής που παραπατάει

τυφλωμένη

στα εντευκτήρια του θανάτου,

Έχει πει την τελευταία λέξη της όχι όμως
Ακόμα και την πρώτη, σαν δρόμος που

οδηγεί

μονάχα

Σε άβυσσο φωτεινή και αδιέξοδο έννοιας,
Η ανθρωπότητα, έλεγε ξανά η Λισαβώνα

Ενώ

Ολοένα προέτεινε το γυμνό στήθος της
Στην κτίση με μάτια νοτισμένα χωρίς να

Είναι φανερό αν ήταν από την συγκίνηση
Της διαπίστωσης ή την ηδονική αυτοέκθεση,

Είναι μια αποψινή παράσταση θεάτρου, την
Επαύριον λέγω τα ταμεία θα είναι κλειστά,

Είπε και άρχισε να αναστενάζει βαθειά ωσάν
Κάποιος αόρατος εραστής της να την έψαυε

λάγνα,

Την επαύριον η κίτρινη ομίχλη πάνω στη
Γη και οι βυθισμένες στη σκόνη του θεού

Πολιτείες των ανθρώπων θα μας μιλήσουν
Ξανά για μιαν άσπλαγχνη μετοίκηση στα

δώματα

του

ξεχασμένου ουρανού,

Αφήνοντας για πάντα πίσω το παιγνίδι
Της φωτιάς και της θνητότητας, και εκ

νεκρών

μεν

θα εγερθούμε

Όμως την σάρκινη αίγλη να πηγάζουμε την
Κάθε στιγμή εκ νεκρών ζωντανοί μήποτε πια

θα νοούμε,

Κατέληξε η Λισαβώνα ενώ φαινόταν πως
Ανέμενε κάποιον από τους δυο ερωτικά,

Ο πρωτότοκος κοίταξε

τότε

Την πρωινή καθαρίστρια που συμμάζευε
Από την άλλη άκρη της σάλας την ρήξη

της προηγουμένης

ημέρας,

Μερκαμπά, της είπε, με φωνή βραχνή από
Την ένταση, Μερκαμπά, μην μαζεύεις τίποτε

άλλο από τη σάλα

Μπορείς όμως

να μην φύγεις

Και να καθήσεις εδώ

Να μαζέψεις από το πάτωμα του κόσμου
Τους εναπομείναντες λαμπερούς νεκρούς,

Έλεγε στη νεαρή γυναίκα που έδειχνε να μην
Τα έχει χάσει καθόλου αν και δεν φαινόταν

Πως τον άκουγε, σιωπηλή συγκέντρωνε τις
Γόπες από τα σταχτοδοχεία και τις άδειαζε

Σε μια μαύρη σακούλα που ανοιγόταν ωσάν
Τα σαγόνια ενός γκρεμού που κατασπάραζε

κάθε ύπαρξη

από πολύ παλαιούς χρόνους,

Μπορείς να πάρεις από το πάτωμα όλες τις
Στάχτες του χρόνου και να τις οδηγήσεις

πίσω,

Της έλεγε πάλι, ενώ η Μερκαμπά ξανά και ξανά
Καρφίτσωνε με το σκήπτρο της τα λιπόθυμα

αποτσίγαρα

και τα οδηγούσε

στην πένθιμη σακούλα,

Κάποια στιγμή φάνηκε να γλιστράει απέξω
Μια γόπα, δεν την ξαναμάζεψε όμως, και

με εξ ίσου

ανέμελο ύφος

την προσπέρασε

Αφήνοντάς την μόνη της να κοιτάει προς τα
Πάνω, με αιωνίως έκπληκτη ακινησία στο

βαρύ ζωηρό σκοτάδι

των ανατροφοδοτούμενων ημερών

που ήταν να έλθουν ακόμα στο φως